Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Κάποιες σκέψεις αναφορικά με το δικαστήριο για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας


Αναδημοσίευση από το blog της Συνέλευσης No Lager

Διαβάστε το και σε pdf

Σε ό,τι ακολουθεί, επιδιώκουμε να μοιραστούμε κάποιους πολιτικούς προβληματισμούς με αφορμή την εμπειρία της δίκης των κατηγορουμένων για την εξέγερση στην Αμυγδαλέζα. Μια υπόθεση, την οποία παρακολουθήσαμε από την αρχή και συμβάλλαμε ενεργά με τις μικρές μας δυνάμεις στην ηθική, πολιτική, υλική και νομική στήριξη των κατηγορουμένων.


Τη Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2014, ολοκληρώθηκε στο δεύτερο ορκωτό δικαστήριο Αθηνών η δίκη των κατηγορούμενων μεταναστών για την εξέγερση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας τον Αύγουστο του 2013. Στην ετυμηγορία του το δικαστήριο έκρινε ως αθώους τους περίπου τριάντα μετανάστες που οδηγήθηκαν στη Δέγλερη. Στην αθωωτική απόφαση ήρθε να προστεθεί η απελευθέρωση των μεταναστών από τους μπάτσους [1] λίγες μέρες μετά.

Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η δίκη έκλεισε με το καλύτερο δυνατό σενάριο. Ωστόσο, για τους κατηγορούμενους μετανάστες η ταλαιπωρία και οι διώξεις δεν σταματούν εδώ. Για αυτούς, οι λέξεις αθώωση και αποφυλάκιση δεν σηματοδοτούν, ούτε το τέλος μιας παράλογης τιμωρίας, ούτε μια νέα αρχή σ’ ένα περιβάλλον όπου θα μπορούσαν, όπως εμείς, να δοκιμάσουν και να φθείρουν τις δυνάμεις τους. Οι μετανάστες «χωρίς χαρτιά» παραμένουν καταστατικά αποκλεισμένοι από αυτήν τη δυνατότητα, δέσμιοι σ’ έναν κύκλο ακραίας επισφάλειας, αποκλεισμένοι από το βασικό σώμα των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων της ιδιότητας του πολίτη, διαρκώς παράνομοι ή στα όρια της παρανομίας, εκτεθειμένοι οποιαδήποτε ώρα στους μπάτσους και τους ντόπιους ρατσιστές, εγκλωβισμένοι στις καφκικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, αρκετοί από τους αθωωμένους μετανάστες βρίσκονται ξανά χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν. Η προθεσμία των 30 ημερών για να εγκαταλείψουν τη χώρα έχει ήδη λήξει και στους δρόμους οι αστυνομικοί έλεγχοι συνεχίζονται…

Αυτή η αδυσώπητη πραγματικότητα του κανόνα της εξωδικαιϊκής/διοικητικής διαχείρισης της μετανάστευσης ρίχνει τη σκιά της στα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτή τη δίκη. Η δικαστική απόφαση αυτή καθ’ αυτή φαίνεται να έχει μικρή ονομαστική αξία, δεδομένου ότι η τυπική μορφή του νομικού διαγγέλματος «αθώοι», δεν έχει καμιά πρακτική ισχύ μπροστά στη ρατσιστική υλικότητα που διαμεσολαβεί τις ζωές των μεταναστών και μεταναστριών.

Η δικαστική εξουσία εδώ υπολείπεται εμφανώς της εκτελεστικής, μια ακόμη περιοχή εξαίρεσης στην θρυμματισμένη επιφάνεια του πραγματικού. Οι μετανάστες «χωρίς χαρτιά», παγιδευμένοι εντός νομικής ισχύος και εκτός του γράμματος του νόμου, αναγνωρίζονται ως πλήρη υποκείμενα δικαίου, μόνο την στιγμή που τους απαγγέλλονται οι ποινές από την έδρα του δικαστηρίου. Και εκεί το δικαστικό σύστημα κάνει καλά τη δουλειά του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε το 65% των ποινικού πληθυσμού της χώρας να αποτελείται από μετανάστες. Η δίκη, λοιπόν, των υποτιθέμενων «πρωταίτιων και υποκινητών» της εξέγερσης βρισκόταν σε ένα κομβικό σημείο συνάντησης μεταξύ ποινικού και διοικητικού εγκλεισμού∙ μια διαπίστωση, η οποία αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο για την πολιτική μας κινητοποίηση.

Από τις πρώτες συνεδρίες έγινε ξεκάθαρο ότι το κατηγορητήριο δεν θα μπορούσε να σταθεί σ’ ένα δικαστήριο το οποίο τηρεί στοιχειωδώς τα προσχήματα. Παρ’ όλα αυτά, διατηρήσαμε τις επιφυλάξεις μας, έχοντας πάντα κατά νου ότι η αυτονομία των θεσμών απονομής δικαιοσύνης είναι διάτρητη, όταν διακυβεύονται σοβαρά μαφιόζικα ή κρατικά συμφέροντα (βλ. την αθώωση τον φεουδαρχών της Μανωλάδας), και σχετική, καθώς εξαρτάται de facto από την ευρύτερη πολιτική συγκυρία, η οποίο οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί μια ετυμηγορία. Επειδή, λοιπόν, σ’ ένα δικαστήριο η αθώωση ενός αθώου μετανάστη δεν είναι ποτέ δεδομένη και επειδή οι μπάτσοι δεν μας έχουν συνηθίσει να απελευθερώνουν κόσμο όταν μπορούν να τον κρατήσουν, οι συγκεκριμένες αποφάσεις είναι ανοιχτές σε μια σειρά από εκτιμήσεις. Σκοπός αυτής της αναζήτησης δεν είναι να περιγραφεί ένα ακριβές αιτιακό σχήμα, αλλά να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι αποφάσεις υπήρξαν δυνατές.

Από την στιγμή που αποφασίσαμε να εμπλακούμε ενεργά στη δίκη για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας, είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την πιθανότητα μιας άσχημης εξέλιξης. Σκεφτήκαμε ότι το κράτος θα μπορούσε να αναγνωρίσει αυτή τη δίκη ως μια περίσταση με πολιτική σημασία για το ίδιο και να επιδιώξει την παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων για τη μεγαλύτερη σε ένταση εξέγερση ενάντια στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσής του. Επιπλέον, αν τα πράγματα λειτουργούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, μας απασχόλησε το ενδεχόμενο ότι η ανοιχτή πολιτική υπεράσπιση των κατηγορουμένων από μέρους του α/α/α/ χώρου θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει επιβαρυντικά για τους ίδιους τους μετανάστες. Τελικά, στην πράξη φάνηκε ότι το κράτος δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προετοιμασία και την κατάληξη αυτής της δίκης, ούτε παρενόχλησε ουσιαστικά τις κινήσεις αλληλεγγύης πριν και κατά τη διάρκειά της. Αυτό, βέβαια, δεν αποτυπώνει μια αδιαφορία για την εξέγερση αυτή καθ’ αυτή. Κάθε άλλο, αφού η «δουλειά» που έπρεπε να γίνει, έχει γίνει και με το παραπάνω πριν την έναρξη της δίκης. Οι μηχανισμοί έδρασαν άμεσα και σε βάθος χρόνου: την παραδειγματική και βίαιη καταστολή συνόδευσαν τα ρεπορτάζ για αστυνομικούς που κινδύνευσαν και πολεμοχαρείς μετανάστες∙ τις διώξεις και τις προφυλακίσεις ακολούθησαν η σκλήρυνση των συνθηκών και μια αντιεξεγερτική στρατηγική, που με χειρουργικές επεμβάσεις στόχευε πρωτίστως στην πρόληψη.

Οι μπάτσοι, αν τους δούμε δικαστικά, δεν προετοιμάστηκαν για αυτήν τη δίκη. Κι ένα ερώτημα είναι το γιατί. Ίσως, διότι η παραπομπή σε δίκη περίπου 70 ανθρώπων αποτελεί την κατάληξη μιας αλληλουχίας διωκτικών πρακτικών, οι οποίες δεν έχουν φτιαχτεί για να είναι επωφελείς δικαστικά. Οι μπάτσοι της Αμυγδαλέζας στήσανε μια υπόθεση χρησιμοποιώντας μέσα και τεχνικές που εξυπηρετούν ένα μοντέλο στρατιωτικής διαχείρισης της ζωής των μεταναστ(ρι)ών. Την στήσανε με την ίδια αλαζονεία και την ίδια απαξίωση που αντιμετωπίζουν καθημερινά τους κρατουμένους. Η απουσία μιας στοιχειώδους μέριμνας για τήρηση της προανακριτικής διαδικασίας εκφράζει ακριβώς αυτήν την στάση. Άλλωστε, οι μπάτσοι δεν επενδύουν τόσο στις δίκες, όσο στις προφυλακίσεις και στη δουλειά που γίνεται το χρόνο της σύλληψης. Δεν δικάζουν στα δικαστικά μέγαρα, αλλά στα κρατητήρια, στα ανακριτικά γραφεία, στους δρόμους της πόλης, πίσω από τα συρματοπλέγματα. Εκεί παράγουν τη δική τους οικονομία διαχείρισης. Ο χρόνος τους είναι ο ενεστώτας: ο χρόνος μέσα στον οποίο ο παραδειγματισμός του φόβου λειτουργεί καλύτερα∙ ο ξεγύμνωμα και το ξύλο εκείνη την ώρα∙ οι μεταγωγές και η νέα μοναξιά των νέων μπουντρουμιών. Μια καταδίκη σε χρονική απόσταση από το εξεγερτικό γεγονός έχει να προσφέρει ελάχιστα στον παραδειγματισμό αυτό.

Το γεγονός πάντως παρέμεινε: οι μπάτσοι ήταν απροετοίμαστοι για δίκη. Έτσι, η έδρα φιλελεύθερη, που δεν της έλειπαν τα ρατσιστικά μαργαριτάρια, σκληρή, αδέκαστη, με σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα (μάλιστα παραδέχτηκε την ανυπαρξία αξιόπιστου ανθρωπιστικού θεσμικού πλαισίου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη) και πρόθυμη να ακούσει όλο το φάσμα των απόψεων (με αποκορύφωμα το ρατσιστικό ντελίριο [2] ενός από τους συνήγορους υπεράσπισης της νομικής βοήθειας του κράτους [3]), πλην, όμως, με χιούμορ, καπατσοσύνη και αυστηρότητα, νουθετούσε τους μπάτσους και τις μπατσίνες μάρτυρες κατηγορίας, που ένας-ένας και μία-μία ξεφτιλίζονταν ενώπιον της «δικαιοσύνης». Τους είδαμε να ψευδορκούν, με υπηρεσιακή λογική και συνέπεια να σκύβουν το βλέμμα μπροστά στις ερωτήσεις της έδρας και των δικηγόρων, πολλοί να παραδέχονται το ψεύδος τους, βρισκόμενοι σε ένα πεδίο που δεν το ορίζουν οι ίδιοι. Διατηρώντας, όμως, πάντα την κυριαρχία πίσω από τα συρματοπλέγματα, στους δρόμους και τις πλατείες, στις σκοτεινές γωνίες της πόλης, κάθε πόλης. Και επειδή δεν δικάζονταν οι ίδιοι, η ψευδομαρτυρία τους επισφράγισε την αθωότητα των κατηγορούμενων, αλλά κι η αμνησία τους παρέμεινε αναφαίρετο υπηρεσιακό δικαίωμα. Γιατί είναι άλλο πράγμα να ρωτάς το δήμιο αν θυμάται και άλλο να ρωτάς το τσεκούρι του. Γιατί είναι παρωδία να βλέπεις να απολογείται αυτός που κατηγορεί. Σε αυτήν την αντιστροφή των νοημάτων, που καθένας και καθεμία από τους μπάτσους και τις μπατσίνες γλίστρησαν, διαφάνηκε μια νίκη των μπάτσων, ως ακριβώς τα υποκείμενα αυτής της αντιστροφής. Η «νόμιμη» βία απολογείται συχνά, αλλά πολύ σπάνια θα βρεθεί να «δικάζεται». 




Ωστόσο, η ανεπάρκεια του κατηγορητηρίου και η έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος δεν υποβαθμίζουν, ούτε τη δουλειά της προετοιμασίας της νομικής υπεράσπισης, ούτε τη σημασία της κινηματικής παρουσίας, η οποία θα μπορούσε να είναι και μαζικότερη. Από την πρώτη μέρα περίπου ξεκαθαρίστηκε ότι η υπεράσπιση είχε προετοιμαστεί, ένα μικρό πλήθος αλληλέγγυου κόσμου είχε ανταποκριθεί στο κάλεσμα του nolager, οι μετανάστες δεν ήταν μόνοι τους και μια δίκη-παρωδία δεν θα ήταν επιτρεπτή. Δόθηκε, τέλος, η υπόσχεση ότι η δίκη θα είχε κάποια ανταπόκριση στη δημόσια σφαίρα. Η καλή στάση των δικηγόρων μας συμπαρέσυραν και τους υπόλοιπους συνήγορος υπεράσπισης στις υπερασπιστικές τους γραμμές. Σημαντική, λοιπόν, η παρουσία μας, τόσο σε νομικό, όσο και σε κινηματικό επίπεδο. Όμως, στην αίθουσα του δικαστηρίου λειτούργησε εντός πλαισίου δημοκρατίας. Για το δικαστήριο και τους μπάτσους δεν ήμασταν τίποτε περισσότερο από έλληνες πολίτες που ασχολούνται με το ζήτημα και αυτό στην παρούσα συγκυρία δεν φάνηκε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα.

Τέλος, ένα μικρό σχόλιο για την παρουσία της αριστεράς στην διαδικασία της δίκης. Στην πραγματικότητα, πλην του ΚΕΕΡΦΑ, το οποίο έως ένα βαθμό στήριξε νομικά και πολιτικά τη δίκη, καμία άλλη οργανωμένη δύναμη δεν έκανε τον κόπο να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη. Για την ακρίβεια έκαναν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: προσπάθησαν να καρπωθούν την κινηματική προσπάθεια αλληλεγγύης, εμφανιζόμενοι ως σημαντικοί συντελεστές της [4] και εξάντλησαν την αλληλεγγύη τους μέσα από ανακοινώσεις και δελτία τύπου. Καμία έκπληξη ως προς αυτά.

Ας εξετάσουμε τώρα την υπόθεση, ότι εδώ και κάποιο διάστημα βρισκόμαστε εντός μιας διαδικασίας μετατόπισης στις τακτικές διαχείρισης της μετανάστευσης, προς μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση, όπου δίπλα στην αστυνομική διαχείριση επανεισάγεται η ανθρωπιστική μέριμνα. Μια υπόθεση, η οποία ακόμη και αν ισχύει όπως υποστηρίζουμε εδώ, ίσως να μην είχε μεγάλη συμμετοχή στην αθωωτική απόφαση (δεδομένου ότι έχουν υπάρξει κι άλλες αθωωτικές αποφάσεις για παρόμοιες υποθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια), μπορεί ωστόσο να σχετίζεται με τη σε δεύτερο χρόνο απόφαση των μπάτσων να αφήσουν ελεύθερους τους μετανάστες. Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι μιλάμε για μετατόπιση, εξορθολογισμό και εμπλουτισμό των τακτικών και μεθόδων διαχείρισης, και όχι για αλλαγές που σχετίζονται με τη γενική στρατηγική. Αυτή παραμένει προσηλωμένη στην οργάνωση του περιληπτικού αποκλεισμού των μεταναστών, με βασικά εργαλεία την παρανομοποίηση, το ρατσιστικό στιγματισμό και τον εντατικό/δολοφονικό έλεγχο των συνόρων.

Οι πρώτες ενδείξεις προς μια κατεύθυνση φιλελευθεροποίησης εμφανίζονται ήδη από το καλοκαίρι του ’14 και πυκνώνουν το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Η ανάληψη δε της κυβέρνησης από το σύριζα αναμένεται να ενισχύσει αυτήν την κίνηση. Πριν, όμως, φτάσουμε στο διάστημα όπου εξελίσσεται το δικαστήριο, ας γυρίσουμε 20 μήνες πίσω: στη γενέθλια εκδήλωση της πρωτοβουλίας τότε nolager. Μιλώντας για το ρατσισμό ως αναγκαία προϋπόθεση για την ίδρυση των κέντρων κράτησης, κάναμε λόγο για δύο φαινομενικά αντιτιθέμενους πόλους, που τον συγκροτούν ως ένα γενικευμένο κοινωνικό φαινόμενο. Από τη μία τον «δεξιό», που αναπαριστά τους μετανάστες μέσα από την πολιτική ορολογία του εχθρού και προκρίνει μια ανοιχτά πολεμική διαχείριση, και από την άλλη, τον «αριστερό», που εστιάζει σε μια θυματοποιητική αφήγηση, προκρίνοντας μια πιο ορθολογική/ανθρωπιστική μεταχείριση. Αυτοί οι δύο πόλοι, όπως και σ’ έναν μαγνήτη, έλκουν ο ένας τον άλλον και δημιουργούν ένα περίφρακτο πεδίο, που ορίζει το διανοήσιμο αναφορικά με την στάση απέναντι στους μετανάστες. Αυτό το κοινό πεδίο ορίζεται στη βάση δύο βασικών συμφωνιών: την αναγνώριση ότι η μετανάστευση συνιστά ένα πρόβλημα μείζονος σημασίας, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα από ειδικές κρατικές παρεμβάσεις, και την πεποίθηση ότι οι μετανάστες είναι defacto διαχωρισμένοι από το πολιτικό και κοινωνικό σώμα, το οποίο μπορεί να νοηθεί μοναχά ως εθνικό.

Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα δύο σώματα λόγων και πρακτικών μπορούν να λειτουργούν την ίδια στιγμή ανταγωνιστικά και αλληλοσυμπληρούμενα. Έτσι λειτουργεί το πράγμα δεκαετίες στην ευρώπη. Δίπλα στον μπάτσο ο κοινωνικός λειτουργός, δίπλα στις ρατσιστικές πολιτικές ο κρατικός αντιρατσισμός, δίπλα στον οργανωμένο αντιμουσουλμανισμό οι γιορτές της πολυπολιτισμικότητας. Αν στην ελλάδα, τα τελευταία 5 τουλάχιστον χρόνια, η ανοιχτά πολεμική διαχείριση της μετανάστευσης επιτελέστηκε ως μονόδρομος, αυτό έχει να κάνει τόσο με τα ήθη των ιθαγενών, όσο και με μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη διαχείριση της κρίσης. Μέχρι το καλοκαίρι του ’14, αδυνατούμε να βρούμε σοβαρά ρήγματα που να αμφισβητούν το βασικό δόγμα της ανοιχτά πολεμικής διαχείρισης. Το τελευταίο μοιάζει ακαταμάχητο, λειτουργικό και τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Όμως, από εκείνο το σημείο και μετά, εμφανίζονται αρκετά στοιχεία που υποδηλώνουν τη διάθεση μιας ελαφριάς μετατόπισης. Δεν μας αφορά εδώ το γιατί: αν δηλαδή η τακτική μπούκωσε και γεννούσε πλέον μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που μπορούσε να λύσει ή αν είναι οι ευρύτερες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό που αντανακλώνται σ’ αυτήν τη μετατόπιση.

Μια πρώτη συμβολική κίνηση ήταν το καλοκαίρι ο δημόσιος στιγματισμός και η παύση της χρήσης του όρου «λαθρομετανάστης» από τους αξιωματούχους και τα media και η αντικατάστασή του με τον όρο «παράτυποι μετανάστες». Το αμέσως επόμενο διάστημα δημοσιεύονται πάνω στο θέμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης μια σειρά μελέτες και άρθρα από κρατικοδίαιτα think tanks και οργανικούς διανοούμενους, που κινούνται σε μια πιο προχωρημένη γραμμή [5]: καταδεικνύουν, τόσο τις άθλιες συνθήκες των στρατοπέδων, όσο και τη μη-προσοδοφόρα λειτουργία τους, και προτείνουν πιο ορθολογικές προσεγγίσεις, που θα εμπεριέχουν ως απαραίτητο συστατικό την ανθρωπιστική μέριμνα. Ως συμπλήρωμα στην εμετική συνταγή, διάφοροι φορείς και μκο διοργανώνουν εκδηλώσεις «συμπάθειας» και «αλληλεγγύης», με αποκορύφωμα τη γιορτή που διοργανώνει η αστυνομία την περασμένη πρωτοχρονιά στην Αμυγδαλέζα.

Παράλληλα, εδώ και καιρό διαπιστώνουμε ότι οι μπάτσοι εμπλουτίζουν με νέες τακτικές τον τρόπο που διαχειρίζονται την εσωτερική ζωή του στρατοπέδου. Εστιάζουν στην πρόληψη, επεμβαίνουν με χειρουργικές επεμβάσεις, προκρίνουν τη διαπραγμάτευση και την έμμεση καταστολή. Η ήπια αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Νοεμβρίου και η μερική ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων της ήταν χαρακτηριστική. Αν, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι το κράτος προσπαθεί να λειάνει κάποιες γωνίες του θεσμού της διοικητικής κράτησης και ευρύτερα της μεταναστευτικής πολιτικής, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με μια μετατόπιση στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό που σχετίζεται με την αριστερή διακυβέρνηση. Οι νέες μέθοδοι που εισάγονται έχουν πρακτικό αντίκρισμα. Υπακούουν τόσο σε μια λογική προληπτικής αντιεξεγερτικής δράσης, όσο και σε μια εσωτερική ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας του στρατοπέδου. Άλλωστε, η επαναξιολόγηση και ο διαρκής εμπλουτισμός των μεθόδων είναι δομικό χαρακτηριστικό της αστυνομίας. Σε «περιοχές εξαίρεσης», όπως η διαχείριση του μεταναστευτικού, η ελευθερία που της παραχωρείται στο πεδίο εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου, της δίνει τη δυνατότητα να πειραματίζεται σε τεχνικές σε μεγάλη κλίμακα∙ τεχνικές που διαρκώς επαναξιολογεί, βελτιώνει και ξαναδοκιμάζει. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμα και μια αποκήρυξη της ωμής αστυνομικής βίας, πέρα από το γεγονός ότι παραμένει ως δυνατότητα στο κρατικό οπλοστάσιο, δεν συνιστά απαραίτητα μια υποχώρηση. Όταν ο ανθρωποφύλακας τίθεται σε θέση συνδιαλλαγής με τους κρατούμενους επωφελείται πολλαπλά: μπορεί, πλέον, να διασπάσει το ενιαίο και αρραγές ενός ενδεχόμενου αγώνα, ενώ αντλεί γνώση για τον πληθυσμό των κρατούμενων, καθώς καταλογογραφεί πληρέστερα και συγκεντρώνει τα «βιογραφικά» των πιο δραστήριων προκειμένου να σπάσει τους θύλακες αντίστασης.

Συμπερασματικά, μια πιο φιλελεύθερη διαχείριση δεν σημαίνει την παύση του πολέμου ενάντια στους μετανάστες, αλλά τη συνέχισή του με πιο εκλεπτυσμένα μέσα. Στους καιρούς μας άλλωστε, μια απόλυτη διάκριση πολέμου και ειρήνης, αποκλεισμού και συμπερίληψης έχει καταστεί αδύνατη. Οι τεχνικές διακυβέρνησης και οι τεχνολογίες της μεταμοντέρνας κυριαρχίας έχουν φροντίσει γι' αυτό. Η θέση μας σ' αυτήν τη συνθήκη παραμένει αταλάντευτα διφυής: ενάντια στις κοινωνικές σχέσεις, την κουλτούρα και τους θεσμούς που παράγουν ως διαρκή δυνατότητα την (αντι)μεταναστευτική πολιτική και τα lager του 21ου αιώνα, και αλληλέγγυα στους μετανάστες/τριες και τους αγώνες τους. Η πρώτη πτυχή μας βοηθά να κρατάμε τα μυαλά και τις καρδιές μας στη θέση τους, να μην αφήνουμε το πολιτικό από τα μάτια μας, ειδικά σε καιρούς όπως η τωρινή πολιτική συγκυρία. Η δεύτερη μας βοηθά να σκεφτόμαστε πάνω στα προνόμιά μας, να ενεργοποιούμε την ενσυναίσθησή μας και να μην αδιαφορούμε για το υλικό αντίκρυσμα των αγώνων στην καθημερινότητα των μεταναστ(ρι)ών. Η πρακτική εμπειρία της δίκης για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας μας δίδαξε ότι οι μικρές «νίκες» (όπως εν προκειμένω η αθώωση), ενώ μάλλον έχουν μικρή ονομαστική αξία, λόγω της φαυλοκυκλικότητας του μηχανισμού στον οποίο είναι εγκλωβισμένοι οι μετανάστες/τριες, δεν παύουν να έχουν μια άλλη αξία, μη μετρήσιμη ακριβώς. Δεν μας αφήνουν, ούτε τους μετανάστες, ούτε εμάς, να παραδοθούμε στη ματαιότητα και την απελπισία. Μας γεμίζουν κουράγιο, δύναμη και αυτοπεποίθηση.

Συνέλευση no lager

11/01/2015

Σημειώσεις

1. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση των κατηγορουμένων βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια των μπάτσων, οι οποίοι είχαν την δυνατότητα να συνεχίσουν τη διοικητική τους κράτηση, ακόμα και για άλλους 18 μήνες. Μια πιθανότητα η οποία μας φαινόταν σα μια πολύ λογική εξέλιξη.

2. Πιο αναλυτικά για τις καταθέσεις των συνηγόρων υπεράσπισης στις ανταποκρίσεις του δικαστηρίου στο site του nolager.

3. Ένα μέρος των κατηγορούμενων μεταναστών εκπροσωπήθηκε στη δίκη από το legalaid (νομική βοήθεια που παρέχει το κράτος σε περιπτώσεις κατηγορουμένων που δεν έχουν τη δυνατότητα για δικηγόρους). Αυτό συνέβη, είτε γιατί δεν στάθηκε δυνατό να επικοινωνήσουμε με όλους τους κατηγορούμενους το διάστημα πριν τη δίκη, ώστε να ενημερωθούν για τη δυνατότητα νομικής στήριξης από το nolager, είτε γιατί το επέλεξαν οι ίδιοι.

4. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ρ/σ «κόκκινο» για τη διαδήλωση αλληλεγγύης στους κατηγορουμένους που καλέστηκε από συλλογικότητες του α/α/α χώρου, ανάμεσα σ’ αυτές και το nolager. Το «κόκκινο» έκανε αναφορά σε διαδήλωση που καλούν αντιρατσιστικές και άλλες αριστερές οργανώσεις.

5. Περισσότερα πάνω στο θέμα στο κείμενο του nolager για την απεργία πείνας του Νοέμβρη: «Απεργώντας στην Αμυγδαλέζα: μεταξύ επιστημονικού αυταρχισμού και συμπονούντος φιλελευθερισμού»


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου