Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Η διαχείριση της μνήμης των Ιμίων 2


Το κείμενο που ακολουθεί γράφηκε, ως ατομική συνεισφορά, στα πλαίσια μιας συλλογικής μελέτης και συζήτησης που κάναμε ως Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Βύρωνα με επίκεντρο την κρίση των Ιμίων το 1996 και τη διαχείριση της μνήμης αυτού του "παρ' ολίγον" πολέμου.

(Για να το διαβάσετε σε μορφή pdf πατήστε εδώ)

Η διαχείριση της μνήμης των Ιμίων, 
ή πως κατασκευάστηκε μια μορφή εθνικής ενότητας και τι αυτή παρήγαγε στον ελληνικό πληθυσμό:

2. Μια ετήσια ναζιστική γιορτή ενάντια στην «υποτέλεια».
  
30/01/1996: 

Μερικές δεκάδες χρυσαυγιτών (σύμφωνα με τον Χάρη Κουσουμβρή, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα τότε του Μιχαλολιάκου, επρόκειτο για μόλις 100 μέλη και στελέχη της Χρυσής Αυγής [1]) διαδηλώνουν έξω από τη Βουλή (από την πλευρά της Βασ. Σοφίας) ενάντια στην «υποτέλεια». Όπως θα γράψει το 2014 ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος η βασική πολιτική αιχμή της ναζιστικής παρέμβασης εκείνη την ημέρα θα μπορούσε να συνοψισθεί στο σύνθημα: «Καλύτερα ο πόλεμος παρά η υποταγή» [2].

Τότε η Χρυσή Αυγή ήταν ακόμα μια ολιγάριθμη ναζιστική συμμορία επιδιδόμενη κυρίως σε σποραδικές, αλλά πολύ βίαιες, επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες από την Αλβανία και αναρχικούς/αριστερούς, με ορμητήριο τα γραφεία της στην οδό Κεφαλληνίας στην Κυψέλη. Δεν διέθετε, ούτε και φαινόταν ότι θα αποκτούσε σύντομα, την οργανωτική δυνατότητα να προβαίνει σε στοχευμένα πογκρόμ και οριοθέτηση περιοχών, ως δικά της σημεία αναφοράς στον αστεακό χώρο, όπως θα κάνει μετά το 2009, στον Άγιο Παντελεήμονα. Δεν είχε ακόμα καν την ευχέρεια να οργανώσει και να προπαγανδίσει μια δημόσια κινητοποίηση της οποίας η απήχηση να ξεπερνά τον στενό κύκλο των ήδη μυημένων σκινάδων. Ούτε μπορούσε να φτιάξει μετωπικές βιτρίνες. Οι υπόλοιπες εθνικιστικές οργανώσεις δεν φαίνονταν να παίρνουν σοβαρά τους μαχαιροβγάλτες του Μιχαλολιάκου, αν και ήδη τα συγκεκριμένα καθάρματα είχαν επιδείξει τις πολεμικές αρετές τους στη Σρεμπρένιτσα (πολεμώντας ως εθελοντές μαζί με τους Σέρβους εθνοκαθαριστές) και είχαν προσπαθήσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στα συλλαλητήρια ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας το 1993 αλλά και στις συγκρούσεις γύρω από το Πολυτεχνείο τον Νοέμβρη του 1995 (όπου με ένα μπλοκ 150 ατόμων προσπάθησαν να προσεγγίσουν το Πολυτεχνείο για να επιτεθούν στις/ους συντρόφους/ισσες που το είχαν καταλάβει, ενισχύοντας ως συνήθως το έργο των μπάτσων). Στις εκλογές του 1996 η Χρυσή Αυγή είχε λάβει μόλις 4.487 ψήφους.
 

04/02/1996:

Οργανώνεται πορεία, με κάλεσμα που έφερε την υπογραφή «Μαθητική Πρωτοβουλία», έχοντας ως σημείο εκκίνησης την Πλατεία Κάνιγγος και κατάληξη την τουρκική πρεσβεία, ενάντια στην υποστολή της ελληνικής σημαίας στα Ίμια, και τον «τουρκικό επεκτατισμό». Πολιτική στήριξη σε αυτήν την «πρωτοβουλία» παρείχε το Ελληνικό Μέτωπο που είχε ιδρυθεί το 1994, από πρώην μέλη της ΕΠΕΝ και του ΕΝΕΚ (Ενιαίο Εθνικιστικό Κίνημα, κόμμα το οποίο είχε συγκροτηθεί το 1979, από διαγραμμένα μέλη της νεολαίας της φιλοβασιλικής Εθνικής Παράταξης), υπό την ηγεσία του Μάκη Βορίδη. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης και πορείας, που προσέλκυσε μερικές εκατοντάδες εθνικιστών, μεταξύ των συνθημάτων που ακούστηκαν ήταν και τα εξής: «Δεν σκύβουμε κεφάλι σε ΗΠΑ και Τουρκία / Ελλάς, τιμή, ελευθερία», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ / Το ίδιο συνδικάτο» (έξω από τα γραφεία της ΕΕ), «ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία / Σε σας ανήκει η προδοσία» (στη Ρηγίλλης), «Λαός, στρατός, εθνικισμός». Σύμφωνα με όσα κάποιοι από τους ίδιους τους οργανωτές αργότερα υποστήριξαν, στη συγκέντρωση εμφανίστηκαν και μέλη κουρδικών οργανώσεων, μοιράζοντας τα δικά τους υλικά.



Η Χρυσή Αυγή τότε δεν φαίνεται να είχε παίξει κάποιον οργανωτικό ρόλο, και τα επόμενα χρόνια θα αποφύγει να τονίσει τη σημασία αυτής της συγκέντρωσης στις δικές της κομματικές εξιστορήσεις για τους εθνικιστικούς επετειακούς εορτασμούς με επίκεντρο το «θερμό επεισόδιο» στα Ίμια. Δεν ήταν, ωστόσο, μια ασήμαντη εκδήλωση. Αντίθετα, ήταν μία από τις πρώτες πρόβες, τόσο από άποψη οργανωτική όσο και από άποψη πολιτικού περιεχομένου (συνάρθρωση του αντιαμερικανισμού με τον αντιτουρκισμό, του αντιιμπεριαλισμού με τον αντιδικομματισμό, και της εναντίωσης στους «ξένους» με την εναντίωση στους «προδότες πολιτικούς»), για τη διεκδίκηση των δρόμων από τους έλληνες φασίστες στις νέες συνθήκες που δημιούργησαν οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές των αρχών της δεκαετίας του 1990. Σε σχετικό άρθρο του Πέτρου Μυλωνά (παλιού μέλους του ΕΝΕΚ, από τη Λάρισα) που δημοσιεύθηκε πολύ αργότερα, το 2013, στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, την οποία εκδίδει μέχρι και σήμερα το πρώην ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, διαβάζουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το πώς στήθηκε η εν λόγω εθνικιστική παράσταση (οι τονισμοί με bold γράμματα υπάρχουν στο πρωτότυπο [3]:
 

«Την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 1996 δύο άγνωστοι στον «χώρο» μας μαθητές, εμφανίστηκαν στο βιβλιοπωλείο «Νέα Θέσις» (Ιπποκράτους 65 τότε) και ενημέρωσαν ότι πρόκειται να γίνει μεγάλη πορεία μαθητών, μετά από πρωτοβουλία παιδιών από σχολεία του κέντρου της Αθήνας, ως διαμαρτυρία για την υποστολή της σημαίας και τον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βιβλιοπωλείο σύχναζαν στελέχη που προέρχονταν κυρίως από το ΕΝ.Ε.Κ. μαζί με νεώτερους συναγωνιστές που την περίοδο εκείνη ανήκαν στο Ελληνικό Μέτωπο, όπως και κάποιοι ανέντακτοι.

Άπαντες μετά από άτυπη συνεδρίαση αποφάσισαν να συμπαρασταθούν ηθικά και υλικά στους μαθητές χωρίς να θέσουν θέμα πολιτικής ταυτότητας. Μέσα στις τρεις αυτές μέρες έγινε τηλεφωνική κινητοποίηση, βρέθηκαν σημαίες, γίνανε πανό, ορίστηκαν περιφρουρήσεις πορείας και εκτυπώθηκαν προκηρύξεις, καθώς μια μεσαίου μεγέθους αφίσα με την υπογραφή «Μαθητική Πρωτοβουλία» που αναρτήθηκε στα λύκεια Νεαπόλεως, Γκύζη, Αμπελοκήπων κατά κύριο λόγο, αλλά και στους δρόμους του κέντρου (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο, ενώ τα γραπτά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν περνούσαν φυσικά ποτέ αναγγελία παρόμοιων εκδηλώσεων). Τόπος εκδηλώσεως ορίστηκε η πλατεία Κάνιγγος και η πορεία θα κατέληγε στην τουρκική πρεσβεία (η πλατεία Κολοκοτρώνη θα καθιερωνόταν από την επόμενη χρονιά).

Το βράδυ της Παρασκευής 2 Φεβρουαρίου 1996 ομάδα τριών συναγωνιστών ανέλαβε εθελοντικά να αφισοκολλήσει την Κάνιγγος και τα πέριξ, πεδίο δράσεως των διαφόρων αριστεριστικών οργανώσεων της εποχής. Συνέβη η ομάδα αυτή να βρεθεί περικυκλωμένη από ένα πλήθος 25-30 ατόμων και απειλήθηκε σύρραξη. Η τύχη, όμως, μαζί με την τόλμη και την αποφασιστικότητα των συναγωνιστών, αποσόβησαν τις αντιδράσεις και η αποστολή ολοκληρώθηκε. Την άλλη ημέρα, η πλατεία Κάνιγγος, η Ακαδημίας και η Πανεπιστημίου από Ιπποκράτους έως Ομόνοια, δεν είχαν παρά μόνο την αφίσα της εκδηλώσεως.

Η προσέλευση των μαθητών την Κυριακή το πρωί ήταν έγκαιρη και ενθουσιώδης. Αντίδραση των «αντιπάλων» εκείνο το πρωί, ουδεμία, εκτός από δύο «κατασκόπους» που αναγνωρίστηκαν άμεσα - ήταν γνωστότατες φάτσες - και οι οποίοι περιορίστηκαν να μας καταμετρούν από μακριά. Η πορεία περιφρουρήθηκε από μια «βεντάλια» στελεχών που κάλυψαν το πίσω μέρος, ενώ δεξιά και αριστερά τοποθετήθηκαν νέοι συναγωνιστές από γυμναστήρια πολεμικών τεχνών και άλλοι έμπειροι σε σχετικές εκδηλώσεις. Κεφαλή της πορείας ήταν οι μαθητές με μια πολύ μεγάλη «σταυρωτή» γαλανόλευκη που κρατούσαν εκατέρωθεν έξι από αυτούς. Διατέθηκε επίσης και μία άλλη μεγάλη γαλανόλευκη σημαία, επίσης «σταυρωτή», με μέλανα διπλού πέλεκυ στο μέσο της, την οποία έβαλαν με μεγάλο ζήλο πίσω από το κεντρικό πανό.

Στην πορεία εμφανίστηκαν και κάποιοι εκτός «χώρου» που ήρθαν από το κάλεσμα της αφίσας, καθώς και μερικοί Κούρδοι που μοίρασαν τα περιοδικά τους. Η εκδήλωση ήταν πολυπληθής, ιδιαίτερα μαχητική και τα κανάλια - τα ιδιωτικά - αναγκάστηκαν να δείξουν αποσπάσματα και μάλιστα καλοτραβηγμένα και μαζικά πλάνα. Οι «παλιοί» συναγωνιστές ήταν γύρω στους 30-40, οι μαθητές εκατοντάδες, αριθμός για την σύνθεση του «χώρου» την εποχή εκείνη πολύ ικανοποιητικός.

Τότε για πρώτη φορά κατέβηκαν στον δρόμο νέοι 15-18 ετών που σύντομα κάποιοι διακρίθηκαν στον «χώρο» μας (ένας από αυτούς αργότερα φυλακίστηκε μάλιστα αδίκως για τις ιδέες του) μαζί με παλαιότερους «ακτιβιστές». Οι δύο αυτές συγκεντρώσεις
[σ.σ. εδώ [προσμετράται και η διαδήλωση της Χρυσής Αυγής έξω από τη Βουλή, στις 30/01/96] αποτέλεσαν μια ξεκάθαρη απάντηση του κινήματος ενάντια στην ηττοπάθεια και τον ραγιαδισμό του συστήματος και επίσης σηματοδότησαν και οριοθέτησαν σαν «εναρκτήριες» τις μετέπειτα ετήσιες επετειακές εκδηλώσεις, που συνεχίζονται έως σήμερα με συμμετοχή πια χιλιάδων Ελλήνων
».

31/01/1997: 


Η Χρυσή Αυγή, υπό τον μανδύα μιας επί τούτου συγκροτημένης «Επιτροπής Εθνικής Μνήμης», οργανώνει τον πρώτο δικό της «εορτασμό» του παρ’ ολίγον πολέμου στα Ίμια, στην πλατεία Κολοκοτρώνη. Μερικές εκατοντάδες εθνικιστών, σίγουρα όχι πάνω από πέντε (αν και οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίζονται ότι μαζεύτηκαν 1000 άτομα) [4], άκουσαν τον Μιχαλολιάκο να ωρύεται κατά του «πολιτικού κατεστημένου της προδοσίας και του αφελληνισμού» (οι φράσεις αυτές είναι από την προκήρυξη που μοίρασαν οι Ναζί εκείνη την ημέρα) που ενδίδει στην «τουρκική προκλητικότητα», σε μια τελετή που ακόμα έφερε έντονα τον χαρακτήρα μιας περιθωριακής σύναξης ηλικιωμένων χουντικών και πιτσιρικάδων σκινάδων με μπουφάν fly και μεγάλα μούσκουλα. Στη συνέχεια έκαψαν αμερικάνικες και τουρκικές σημαίες μπροστά στο μνημείο των τριών αξιωματικών του ελληνικού πολεμικού ναυτικού που πέθαναν τη νύχτα της κορύφωσης της κρίσης στα Ίμια, και πορεύτηκαν, υπό τη συνοδεία απλών καπελάκηδων μπάτσων, παρατεταγμένων σε σειρά πλάι στην περιφρούρηση των Ναζί, προς τη Βουλή. 

Κατά τον Κουσουμβρή, η εκδήλωση αυτή, όπως κι εκείνη της επόμενης χρονιάς, είχε οργανωθεί με πρωτοβουλία του Αντώνη «Περίανδρου» Ανδρουτσόπουλου [5], ο οποίος τον Ιούνιο του 1998 θα ηγηθεί της δολοφονικής επίθεσης στο μέλος του ΝΑΡ Δημήτρη Κουσουρή έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Ένας ανώνυμος Ναζί, που τότε ήταν δραστήριος δίπλα στον Ανδρουτσόπουλο, περιγράφει τον τελευταίο ως τον «δημοφιλέστερο συνδιοργανωτή αυτής της συγκέντρωσης», ως τη «θυελλώδη ψυχή της», όχι μόνο οργανωτικά αλλά και ρητορικά, και θυμάται τα εξής από εκείνη την περίοδο:

 «Το 97 και το 98 μας είχε συνεπάρει, περιμέναμε να μας δώσει το σύνθημα να πολεμήσουμε για τα Ίμια και κάποιοι θα το κάναμε, γιατί ξέραμε ότι θα μας οδηγούσε πρώτος αυτός, ότι θα θυσιαζόταν σαν μπροστάρης. Όμως εδώ θα καταθέσω ένα μυστικό: μετά την συγκέντρωση το 98 μιλήσαμε σχετικά με την επέτειο. Μου εξομολογήθηκε ότι αυτή η πορεία εξελισσόταν σε μια ανώδυνη νεκροπομπή. Βαρέθηκα τα μνημόσυνα, μου είπε, έχουμε καταντήσει σαν τους ακροδεξιούς που κάνουν αντικομμουνιστικές λιτανείες στα νεκροταφεία και μετά πάνε σπίτι τους. – Και λοιπόν; Άλλο να τιμάς τους νεκρούς και άλλο να τους ικανοποιείς. Τι εννοείς; τον ρώτησα. Οι νεκροί, μου είπε τότε, ζητούν εκδίκηση και ηθική αποκατάσταση όχι λιβάνια … Στενοχωρήθηκα γιατί νόμιζα ότι μας απαξίωνε όλους.

Μετά από λίγους μήνες όμως, κατάλαβα ότι απλά απαξίωνε τον ακροδεξιό εαυτό του και γινόταν ένας σπάνιος εθνικιστής. Τον είδαμε τότε, τον Μάιο του 98 στην τηλεόραση να κολυμπά στην περιοχή των Ιμίων, με μια ομάδα βατραχανθρώπων και πρώτος αυτός να κοντεύει να φτάσει στα βράχια μίας Ίμιας για να τοποθετήσει επάνω την απαγορευμένη ελληνική σημαία. Είδαμε όλοι, να τον εμποδίζουν όχι οι τούρκοι, αλλά οι άντρες του ελληνικού λιμενικού, απειλώντας τον ότι θα τον πυροβολήσουν. Αυτός όμως δεν σταμάτησε, μέχρι που παρά λίγο να τον εμβολίσουν. Τότε τον παρέλαβε ένα φουσκωτό σκάφος απ’ την ομάδα του Κώστα Λαζανά (πασίγνωστου Ο.Υ.Κά) και ο Περίανδρος ίσα που γλύτωσε. Δεν θα πω περισσότερα για το επεισόδιο, το ξέρουμε όλοι οι παλιοί και περισσότερο ο κακομοίρης ο Μιχαλολιάκος που δεν δείχνει πια το σχετικό βίντεο από φθόνο και κόμπλεξ. Μετά από ένα μήνα, ο Περίανδρος διώχτηκε ποινικά, εντελώς άδικα, «με συνοπτικές διαδικασίες» (ενώ οι πραγματικοί, φυσικοί και ηθικοί, αυτουργοί, δεν ενοχλήθηκαν καθόλου από τις αρχές ... )! Όπως είπε και λίγο μετά, σαν φυγόδικος, στην συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό Crash, αυτό το επεισόδιο στα Ίμια, απετέλεσε την τελική του στοχοποίηση. Το καθεστώς τον θεωρούσε τόσο επικίνδυνο πατριώτη που έπρεπε ή να τον σκοτώσει ή να τον φυλακίσει
» [6].

31/01/1998: 


Το 1998 αποτελεί ένα έτος ορόσημο για τους οργανωμένους Ναζί στην ελλάδα. Για δεύτερη χρονιά, στις 31/01, οργανώνουν τον εορτασμό στη μνήμη των «πεσόντων ηρώων των Ιμίων», αυτήν τη φορά με περισσότερο κόσμο (ο Κουσουμβρής υπολογίζει τους συμμετέχοντες σε 1500 [7]). Οι Ναζί καταφέρνουν να εισάγουν έναν δικό τους θεσμό, μια ετήσια συγκέντρωση, η οποία αποτελεί πόλο έλξης και για ένα κοινό που μέχρι τότε κρατούσε αποστάσεις από τις δράσεις τους, τους άλλους, μεγαλύτερους ηλικιακά και περισσότερο mainstream ως φιγούρες, εθνικιστές, χουντικούς και φιλοβασιλικούς. 

Ο «Περίανδρος» συγκροτεί τους «Χρυσούς Αετούς», μια οργάνωση μέσα στην οργάνωση της Χρυσής Αυγής, προσανατολισμένη στη στρατολόγηση μαθητών και στην διεκδίκηση χώρου στους δρόμους μέσα από συντεταγμένες δράσεις. Έτσι, στις 14 Ιουνίου, οι «Χρυσοί Αετοί» εμφανίζονται στην εκδήλωση που για πρώτη φορά πραγματοποιεί η Χρυσή Αυγή στη Θεσσαλονίκη στη μνήμη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ έναν μήνα πριν είχαν αποπειραθεί να εγκαινιάσουν και τον δικό τους εορτασμό για την Πρωτομαγιά στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, με κεντρικό σύνθημα «Έξω οι ξένοι / Δουλειά στους Έλληνες». Τότε είναι που οργανώθηκε και η πρώτη αντισυγκέντρωση κατά της Χρυσής Αυγής, από αριστερές οργανώσεις, με προεξάρχουσες το Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα και την YRE (Youth against Racism in Europe), μέτωπο συγκροτημένο γύρω από την οργάνωση Ξεκίνημα. Οι οργανωτές της αντισυγκέντρωσης κατέλαβαν από νωρίς την πλατεία Κολοκοτρώνη, διαθέτοντας κάποια μέσα αυτοάμυνας, αλλά χωρίς να έχουν προετοιμαστεί συλλογικά για μια ενδεχόμενη συμπλοκή με τους Ναζί, τους οποίους κράτησαν μακριά οι μπάτσοι. Οι ίδιοι οι Ναζί βίωσαν ως μια μικρή, δική τους νίκη αυτό που συνέβη. Στις αφηγήσεις τους οι μπάτσοι εμφανίζονται να προστατεύουν την αντισυγκέντρωση. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κουσουμβρής: 

«Η αστυνομία μας κλείνει τον δρόμο και ούτε λίγο ούτε πολύ, μας απαγορεύει να προσεγγίσουμε τον χώρο ης εκδήλωσής μας. Τότε, η ομάδα περιφρούρησης της Χρυσής Αυγής, με μπροστάρηδες τους Χρυσούς Αετούς, σπάει τον αστυνομικό κλοιό, συγκρούεται με τα ΜΑΤ κι, ύστερα από μάχη σώμα με σώμα, πετυχαίνει μια μεγάλη νίκη» [8]


Η «μεγάλη νίκη» των Ναζί σε μια πρώτη ανάγνωση συνίσταται στο γεγονός ότι δεν διαλύθηκαν από τους μπάτσους, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν τέτοιες διαταγές. Κατά βάθος, όμως, συνίσταται στο ότι απέδειξαν στους εαυτούς τους πως πια δεν είναι μια μικρή συμμορία που μόνο νυχτερινές επιθέσεις σε περαστικούς μπορεί να πραγματοποιεί γύρω από την οδό Κεφαλληνίας. Διεκδικούσαν χώρο στους δρόμους και μάθαιναν πώς να τον κερδίζουν οργανωμένα, αλλά και πώς να αρθρώνουν έναν πολιτικό λόγο που να ανταποκρίνεται στα διακυβεύματα της ιστορικής συγκυρίας.

Αυτός ο πολιτικός λόγος είχε στον πυρήνα του την ιδέα της «εθνικής αντίστασης» στις «ενδοτικές» κυβερνήσεις, όπως αυτή του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, που «ευθυγραμμίζονταν» στις προσταγές των ισχυρότερων κρατών, προπάντων των ΗΠΑ, και στα καπρίτσια του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, των παρασκηνιακών ενορχηστρωτών της «παγκοσμιοποίησης». Οι «ξένοι» που αναγνωρίζονταν ως «εχθροί» βρίσκονταν και στον πάτο και στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας: αφενός οι μετανάστ(ρι)ες και αφετέρου οι «πλούσιοι» των Βορείων Προαστίων που παρασιτούν στο σώμα του «ελληνικού λαού», τα «λαμόγια» της κεντρικής πολιτικής σκηνής, και οι «τοκογλύφοι» εντός και εκτός της χώρας. Το υποκείμενο στο οποίο αυτός ο πολιτικός λόγος απευθυνόταν δεν ήταν πια οι πιτσιρικάδες που φόραγαν μπουφάν fly με ραμμένους κέλτικους σταυρούς. Ήταν ο «ελληνικός λαός», όσες/οι τοποθετούσαν τους εαυτούς τους πάνω από τις/ους μετανάστ(ρι)ες και κάτω από τους φραγκάτους της Εκάλης, τα λαμόγια της Βουλής και τους τοκογλύφους των Βρυξελλών ή της Wall Street, όσες/οι δεν ήθελαν με τίποτα να καταπέσουν στη δυσμενή θέση των πρώτων και ήθελαν με όλη τους την ψυχή να σφετεριστούν τα προνόμια των δεύτερων. 


Το δημοκρατικό κράτος εικονογραφούνταν ως ένα κράτος που προδίδει τον συνθλιβόμενο (από πάνω και από κάτω) «λαό», και αυτή η αναντιστοιχία μπορούσε να λυθεί μόνο όταν το κράτος αντί να «ευθυγραμμίζεται» με τους «ξένους» ευθυγραμμιζόταν με τον λαό, όταν καταλαμβανόταν από τους «αγνούς μέσους έλληνες» και γινόταν ένα αντιστασιακό εθνικό κράτος. Πολλώ δε μάλλον, που ο ελληνικός «λαός» ήταν κι ένας λαός που είχε μάθει να αντιστέκεται και να μην σκύβει το κεφάλι. Η έμφαση των Ναζί στον κίνδυνο της «υποτέλειας» άφηνε στην άκρη τον παραδοσιακό βιολογικό ρατσισμό, βάζοντας στη θέση του έναν πιο προσιτό στο ευρύ κοινό, πολιτισμικό ρατσισμό που αντλούσε τις κύριες αιχμές του από το ιδεολογικό οπλοστάσιο το οποίο είχε διαμορφώσει η μεταπολεμική αριστερή ιστοριογραφία: το ναζιστικό σύνθημα «καλύτερα πόλεμος παρά υποτέλεια» αξιοποιούσε υπόρρητα την ιδέα, που οι αριστεροί ιστορικοί είχαν εισηγηθεί, ότι ο ελληνικός «λαός» είχε ιστορικά διαμορφώσει την ταυτότητά του μέσα από εμπειρίες αντίστασης σε επίδοξους κατακτητές.

Από αυτήν την άποψη, πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ο ιδιαίτερος πολιτικός λόγος των Ναζί στα τέλη της δεκαετίας του 1990 συνέκλινε με αφηγήσεις περί κυβερνητικού «ενδοτισμού» που ήδη είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν και στην αριστερή άκρη του πολιτικού φάσματος. Στον Ριζοσπάστη π.χ., την επόμενη ημέρα από τη δεύτερη επετειακή συγκέντρωση των Ναζί στην πλατεία Κολοκοτρώνη, την Κυριακή 01/02/1998, ο Δημήτρης Μηλάκας εξηγούσε στους αναγνώστες του πολιτικού οργάνου της ΚΕ του ΚΚΕ πως το βασικό πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκείνη την περίοδο ήταν η ενδοτικότητα της κυβέρνησης Σημίτη:


 «Είναι φανερό, πως η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από το βάρος ασφυκτικών πιέσεων, ενορχηστρωμένων κυρίως από την αμερικανική διπλωματία, υποχωρεί από πάγιες, φραστικά τουλάχιστον διατυπωμένες, θέσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με την ψευδαίσθηση πως αγοράζει χρόνο. Η ετοιμότητα που εξέφρασε την περασμένη βδομάδα ο Θ. Πάγκαλος για τη συζήτηση, μέσα στο πλαίσιο που προσφέρει το Δικαστήριο της Χάγης, κάθε τουρκικής απαίτησης, φαίνεται να περιγράφει ως ένα βαθμό και την αδυναμία στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κυβέρνηση, η οποία είναι πια υποχρεωμένη να «συζητά» για θέματα που, πριν την υπόθεση των Ιμίων, δε «σήκωνε κουβέντα», και στην ουσία έχει ανοίξει το δρόμο της παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Απ’ όλα αυτά το μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να οδηγηθεί κανείς είναι πως η ελληνική εξωτερική πολιτική καθοδηγείται, όχι από τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων, αλλά αποδεχόμενη δεδομένα που άλλοι, τρίτοι, οι αμερικανοΝΑΤΟικοί «παίχτες» δημιουργούν.

Έτσι λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση ακολουθώντας αυτή την πολιτική, βοηθά στο να παγιωθούν οι τουρκικές απαιτήσεις και τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή, να εμφανίζονται πια (οι τούρκικες απαιτήσεις) ως ελληνοτουρκικές διαφορές προς ρύθμιση, είτε από το Δικαστήριο της Χάγης, είτε - πιθανότερο - από την επιδιαιτησία των ΗΠΑ. Αυτή ακριβώς την πολιτική ακολουθεί η κυβέρνηση Σημίτη μετά το επεισόδιο των Ιμίων και συνεχίζει να την ακολουθεί, τρέφοντας την ελπίδα, πως αξιοποιώντας τους Ευρωπαίους εταίρους, αν «σπρώξει» την κατάσταση - χωρίς να δημιουργηθεί θερμό επεισόδιο - μέχρι να καταφέρει να «βάλει» τη χώρα στο ΕΥΡΩ, τότε, τα ελληνοτουρκικά θα επιλυθούν «αυτόματα», ως τμήμα των ευρωτουρκικών προβλημάτων. Η «στρατηγική» της κυβέρνησης, προφανώς, δεν προσφέρει την παραμικρή σιγουριά και καμία απολύτως προοπτική επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων, που θα διαιωνίζονται προσφέροντας το έδαφος για την άσκηση πιέσεων και επιδιαιτητικών ρόλων από τους εκάστοτε ισχυρούς ...
» [9].

Τα επόμενα χρόνια η ιδέα του «αντιστασιακού κράτους» θα εμφανιστεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση από τα αριστερά, μέσα από τις γραμμές του εγχώριου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, αλλά και του κινήματος ενάντια στην εκστρατεία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Σε αυτό το συγκείμενο, το ιδεατό εθνικό «αντιστασιακό κράτος» δεν στρεφόταν τόσο ενάντια στις/ους μετανάστ(ρι)ες και τους τοκογλύφους, όσο ενάντια στη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» και τον «πόλεμο του Μπους». Το αντίθετό του, επίσης, δεν ήταν, όπως συνέβαινε στη ρητορική των Ναζί, το δημοκρατικό κράτος γενικά, αλλά το εκφυλισμένο δημοκρατικό κράτος ειδικότερα, το κράτος που έχει πάψει να ενσαρκώνει τη «λαϊκή κυριαρχία», καταλήγοντας να γίνει έρμαιο των «διαπλεκόμενων μιντιαρχών», των χρηματαγορών, και των «γερακιών» του ΝΑΤΟ. Η αριστερή παραλλαγή του αντιστασιακού κράτους, όμως, παρά τις διαφορές της από τη ναζιστική παραλλαγή, καλούνταν να εκπροσωπήσει το ίδιο, λίγο ως πολύ, υποκείμενο στο οποίο και ο πολιτικός λόγος του Μιχαλολιάκου και των οπαδών του απευθυνόταν: τον «ελληνικό λαό», έναν λαό που παρουσιαζόταν αφενός ως θύμα των κυμάτων της παγκοσμιοποίησης, των «νεοφιλελεύθερων» σκαπανέων του «καζινοκαπιταλισμού» από τα πάνω, και των φτηνών εισαγόμενων εργατ(ρι)ών από τα κάτω, αλλά αφετέρου και ως μια εξαίρεση, ως ένα «γαλατικό χωριό» στην παγκόσμια σκακιέρα, ως ένας λαός ξεχωριστός, όχι πια γιατί το αίμα των μελών του ήταν καλύτερης ποιότητας, αλλά γιατί ως συλλογικό σώμα διέθετε μια μακρά αντιστασιακή ιστορία.

Οι μετανάστ(ρι)ες δεν στοχοποιούνταν από τους αριστερούς πρόμαχους του «αντιστασιακού κράτους». Αντίθετα, ενίοτε, αν και όχι πλειοψηφικά, αναδεικνυόταν το αίτημα της νομιμοποίησής τους. Η εμπειρία τους, ωστόσο, κατά κανόνα ανασυγκροτούνταν ως εμπειρία ορισμένων όντων τα οποία χρήζουν πρωτίστως ανθρωπιστικής μεταχείρισης, ή έστω μιας ειδικής πολιτικής αντιμετώπισης ικανής να προάγει την ομαλή «ενσωμάτωσή» τους στον ελληνικό «λαό» ή τουλάχιστον την ειρηνική συνύπαρξή τους με αυτόν. Αντί να προβάλλεται η καταπίεσή τους ως εκδήλωση μιας εξελισσόμενης ταξικής επίθεσης η οποία διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον του προλεταριάτου που ζει στην ελλάδα, αλλά και ως τμήμα μιας διαδικασίας επιθετικής ενοποίησης σε εθνική βάση τμημάτων της κοινωνίας που ήθελαν να σώσουν τα προνόμια και τα κεκτημένα τους πατώντας επί «εθνικών εχθρών», προβαλλόταν ο δυνάμει εποικοδομητικός ρόλος τους μέσα ή δίπλα σε έναν πιο «πολύχρωμο», καταδεκτικό στην πολιτισμική «διαφορά», ελληνικό «λαό».

02/02/2008:

Εδώ το κρίσιμο ζήτημα είναι ακριβώς ότι η αριστερή εκδοχή «αντιπαγκοσμιοποίησης» δεν τοποθετούνταν στον αντίποδα της ναζιστικής εναντίωσης στην παγκόσμια «Νέα Τάξη Πραγμάτων», δεν ήταν ανταγωνιστική προς αυτήν. Όσο περνούσε ο καιρός έτεινε μάλλον να μοιράζεται κοινά μοτίβα μαζί της, παρά τους διαφορετικούς εκατέρωθεν χρωματισμούς, και τις διαφορετικές επιμέρους εμφάσεις. Αυτό ίσως να εξηγεί και γιατί όταν για πρώτη φορά οργανώθηκε αντισυγκέντρωση στην επετειακή συγκέντρωση των Ναζί για την κρίση των Ιμίων το 2008, ο λόγος που άρθρωσαν οι οργανωτές αυτής της αντισυγκέντρωσης, οι ίδιες οργανώσεις που και το 1998 είχαν πάρει την πρωτοβουλία για την αντισυγκέντρωση της Πρωτομαγιάς, δεν απαντούσε σε καμιά από τις κεντρικές αιχμές του πολιτικού λόγου της Χρυσής Αυγής. 


Στο σχετικό δημόσιο κάλεσμα που υπογραφόταν και από συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η ΑΔΕΔΥ και η ΠΟΕΔΥΝ, παρότι γινόταν λόγος για τις κυβερνητικές πολιτικές «που διαμόρφωσαν το κατάλληλο έδαφος για την ενίσχυση της εγκληματικής δράσης» της Χρυσής Αυγής (και πιο συγκεκριμένα απαριθμούνταν τα εξής: «μηδενική παροχή πολιτικού ασύλου σε πρόσφυγες από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, Κούρδους κ.λ.π., συνεχιζόμενη ομηρία εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, υπερεκμετάλλευση με την μάσκα της «φιλοξενίας», συνειδητή ατιμωρησία κρατικών ή άλλων αξιωματούχων υπευθύνων για βασανιστήρια, δολοφονικές «εκπυρσοκροτήσεις» ή άλλες παραβιάσεις βασικών δικαιωμάτων, το αίσχος της «επιχείρησης-σκούπα» στην Πάτρα»), εκείνο για το οποίο επί της ουσίας επικρινόταν η τότε κυβέρνηση (και όχι ασφαλώς το ελληνικό κράτος) ήταν γιατί τηρούσε τη «στάση του Πόντιου Πιλάτου στο θέμα των φασιστών». Το πρόβλημα εμφανιζόταν να είναι η αδυναμία του κράτους να παρέμβει διασφαλίζοντας τη νομιμότητα, η ανοχή του προς μια ορισμένη «εγκληματική» δράση, η απροθυμία του να απαγορεύσει την «ακροδεξιά καπηλεία» των «γεγονότων στα Ίμια», και η εκτροπή του μέσα από παραλείψεις, «ομηρίες», «συνειδητές ατιμωρησίες», «αίσχη» τα οποία θίγουν το δημοκρατικό αίσθημα του ελληνικού λαού [10]. Δεν υπάρχει καμιά ταξική επίθεση. Δεν υπάρχει επιθετικός εθνικισμός που υπερασπίζεται προνόμια. Υπάρχουν μόνο κυβερνήσεις που επιδίδονται σε υπερβολές ή ανέχονται υπερβολές.

Η αντισυγκέντρωση που οργανώθηκε στις 02/02/2008 ήταν στην πραγματικότητα μια ήττα τόσο από άποψη πολιτική όσο και από άποψη στενά οργανωτική. Οι Ναζί πια ήταν αρκετά καλά προετοιμασμένοι ώστε να καταλάβουν πρώτοι τον χώρο της προγραμματισμένης συγκέντρωσής τους και, όταν ένα μπλοκ από αντιφασίστ(ρι)ες επιχείρησε αργότερα να κινηθεί προς το συγκεκριμένο σημείο, να επιτεθούν συντεταγμένα περνώντας μέσα από τους μπάτσους, που συνέδραμαν κι αυτοί στην επίθεση των Ναζί, αφήνοντας πίσω τους 2 μαχαιρωμένους συντρόφους. Οι μπάτσοι τελικά απαγόρευσαν τη συγκέντρωση των Ναζί, αλλά το ίδιο έκαναν και για κάθε άλλη συγκέντρωση στη διάρκεια της μέρας, διαλύοντας το ίδιο βράδυ μια μαζική αντιφασιστική πορεία αναρχικών συντροφισσών/ων από την Πρυτανεία προς τα Εξάρχεια.


02/02/2008: οι Ναζί επιτίθενται με την κάλυψη των ΜΑΤ
 

Έκτοτε, οι Ναζί συνεχίζουν να οργανώνουν κάθε χρόνο τη συγκέντρωσή τους, όχι στην πλατεία Κολοκοτρώνη, αλλά στη Ρηγίλλης. Το 2012 κατάφεραν να κινητοποιήσουν γύρω στις 4.000 άτομα. Ήταν η περίοδος που πια η άλλοτε μικρή ναζιστική συμμορία είχε εξελιχθεί σε μια μαζική πολιτική δύναμη, ικανή να εκλέγει δημοτικούς συμβούλους στην Αθήνα και βουλευτές, αλλά και να πραγματοποιεί εκατοντάδες επιθέσεις κατά μεταναστ(ρι)ών. Μετά το 2008, αντισυγκεντρώσεις την ίδια ημέρα κατά την οποία οι Ναζί γιορτάζουν τον πόλεμο στα Ίμια που την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε άρχισαν να ξαναγίνονται μετά το 2014, όταν το ελληνικό κράτος, μετά από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, και επί κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, έπαψε όντως προσωρινά να τηρεί «τη στάση του Πόντιου Πιλάτου», και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις στην ηγεσία των Ναζί. Πριν το 2008, μόνο σε δύο περιπτώσεις, το 2005 στη Θεσσαλονίκη και το 2007 στα Γιάννενα, είχαν οργανωθεί αντισυγκεντρώσεις σε ναζιστικές μαζώξεις (η πρώτη χωρίς δημόσιο κάλεσμα, η δεύτερη με δημόσιο κάλεσμα).

Το 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την ίδια ημέρα που ο υπουργός «εθνικής άμυνας» Καμμένος πέταγε με ελικόπτερο πάνω από τα Ίμια για να ρίξει το δικό του στεφάνι, ανακινώντας έτσι ξανά, μετά από μια εικοσαετία, την αντιπαράθεση ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό κράτος για τις βραχονησίδες του Αιγαίου, η αντισυγκέντρωση στην «εκδήλωση τιμής και μνήμης» των Ναζί οργανωνόταν πια και από τμήματα του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Και πάλι, όμως, η ίδια η ρητορική των Ναζί, και το «αντιστασιακό» τους κράτος, έμενε στο απυρόβλητο. Ακόμα χειρότερα, υπήρχε η προσδοκία ότι με την άνοδο του Τσίπρα και του Καμμένου στους κυβερνητικούς θώκους η αριστερή εκδοχή αντιστασιακού κράτους θα αποκτούσε σάρκα και οστά. Αυτό που δεν γινόταν τότε, και δεν έχει γίνει ακόμα, κατανοητό από πάρα πολλές/ους συντρόφισσες/ους είναι ότι το αριστερό αφήγημα περί αντιστασιακού κράτους είχε ήδη, εντωμεταξύ, βρεθεί σε μια σχέση ανοιχτής και ομαλής γειτνίασης και αλληλεπικάλυψης με το αντίστοιχο ναζιστικό, στο Σύνταγμα την περίοδο 2010-2011. 


Από την πλευρά των Ναζί, το «έξω οι ξένοι», η αξίωση κρατικής απώθησης των μεταναστριών/ων, τον Μάη του 2011 είχε βρει το πρακτικό αντίκρισμά του σε ένα πολυήμερο πογκρόμ πέριξ της πλατείας Βικτωρίας. Την ίδια στιγμή, στα αριστερά του πολιτικού χάρτη, το αίτημα της «ενσωμάτωσης» των μεταναστ(ρι)ών μεταφραζόταν σε τελετουργικά εικονικής/θεαματικής πολιτισμικής ευρυχωρίας στο Σύνταγμα, ενώ λίγο πιο πέρα εξελισσόταν το ναζιστικό πογκρόμ, με κάποιες εκατοντάδες συντροφισσών/ων του αναρχικού/αυτόνομου χώρου μόνο να αντιστέκονται στα κύματα ναζιστικών επιθέσεων. Αργότερα, το 2015, το ίδιο αίτημα θα λειτουργήσει ως άλλοθι για μια εσκεμμένη και πολιτικά υστερόβουλη (για να μην τρωθεί το προφίλ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ) συλλογική αποσιώπηση του στρατοπεδικού εγκλεισμού των χωρίς χαρτιά εργατ(ρι)ών.

Το υβριδικό αριστερο-ακροδεξιό αντιστασιακό κράτος που από τον Φλεβάρη του 2015 ως το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς διαπραγματευόταν σκληρά με τους ξένους «δανειστές τοκογλύφους» ήταν μια ρεαλιστική, υπό τις δεδομένες συνθήκες, πραγμάτωση αυτού του οράματος αντίστασης, μέσω ενός κράτος που ανακτά την ισχύ του, στη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» ή «Νέα Τάξη Πραγμάτων» που ήδη από καιρό καθιστούσε τη γλώσσα της ναζιστικής «Πάνω Πλατείας» μεταφράσιμη στη γλώσσα της αριστερής «Κάτω Πλατείας». Και είναι εκείνο το κράτος που πέρυσι εκπροσωπήθηκε από τους βουλευτές του Σύριζα συνοδευόμενους από τους ομολόγους τους της Χρυσής Αυγής, όλοι τους μέλη της «Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας» της ελληνικής βουλής, στο Καστελλόριζο και στη Ρω.


Lenorman

Σημειώσεις:

[1] Χ. Κουσουμβρής, Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής, Αθήνα: Έρεβος, 2004, σελ. 28.

 

[2] Βλ. Ν. Μιχαλολιάκος, «Από τα Ίμια στα Μνημόνια της Υποταγής», στον ιστότοπο: Χρυσή Αυγή, 01/02/2014, <http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/apo-ta-imia-sta-mnhmonia-ths-upotaghs-1996-2014-18-chronia-meta-arthro-tou>.

[3] Π. Μυλωνάς, «Ίμια 1996: Σελίδες αγώνα που γράφτηκαν από εθνικιστές», Ελεύθερος Κόσμος, 11/01/2013, προσβάσιμο εδώ: <https://www.e-grammes.gr/%CE%8A%CE%BC%CE%B9%CE%B1-1996-%CE%A3%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CF%84%CE%B7%CE%BA%CE%B1%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82>.

[4] Βλ. το σχετικό video που οι ίδιοι οι Ναζί δημοσίευσαν, αρχικά μέσω της τότε τηλεοπτικής εκπομπής του Μιχαλολιάκου «Όσοι ζωντανοί» στο κανάλι Τηλετώρα, που τότε άνηκε στον ακροδεξιό εκδότη Γιώργο Μιχαλόπουλο: <https://www.youtube.com/watch?v=t9q-NHqcwXo>. Στη συγκεκριμένη εκπομπή, που ήταν αφιερωμένη στη συγκέντρωση των Ναζί, δίπλα στον Μιχαλολιάκο εμφανίστηκε, κι αυτός με κουστούμι και γραβάτα όπως και ο Φύρερ του, ο «Περίανδρος» Ανδρουτσόπουλος (βλ. ένα απόσπασμα από την εκπομπή: <https://www.youtube.com/watch?v=kZVRSlFf-k0>).

[5] Κουσουμβρής, Γκρεμίζοντας τον μύθο της ΧΑ, ό.π., σελ. 29.

[6] Ανώνυμος, «Περίανδρος και Ίμια», στον ιστότοπο: Γένος Ελλήνων, 24/09/2011, <http://polemosgenel.blogspot.gr/2011/09/blog-post_3764.html>.

[7] Κουσουμβρής, Γκρεμίζοντας τον μύθο της ΧΑ, ό.π., σελ. 29.

[8] Ό.π., σελ. 30.

[9] Δ. Μηλάκας, «Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Τώρα συζητάμε για όλα», Ριζοσπάστης, 01/02/1998, σελ. 10. Προσβάσιμο εδώ: <https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3713398>.

[10] «Όχι στη φασιστική σύναξη και την ακροδεξιά καπηλεία», στον ιστότοπο: Πόντος και Αριστερά, 01/02/2008, <https://pontosandaristera.wordpress.com/2008/02/01/1-2-2008-2/>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου