Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

«Η κρίση κάνει τον λαό φασίστα»: Μια μούφα-θεωρία πολλαπλών κρατικών χρήσεων


Αναδημοσίευση από το έντυπο δρόμου antifa V, τεύχος 01 (12/19), που μοιράζεται στα ανατολικά.

Όταν το 2012 οι έλληνες Ναζί εισέβαλαν στο πολιτικό προσκήνιο διάφοροι ειδικοί μάς είπαν και μας ξαναείπαν ότι αυτό συνέβη γιατί … η κρίση κάνει τον λαό φασίστα. Η «διάλυση του κοινωνικού ιστού», λόγω της λιτότητας και των μνημονίων που μας είχαν «επιβάλει» τα αλλοδαπά γεράκια των αγορών (και όχι τα ταλαίπωρα δικά μας, ελληνικά αφεντικά), «εξαθλίωνε» και «εξατομίκευε» τους κατοίκους των «φτωχογειτονιών», και αυτοί οι τελευταίοι, μέσα στην παραζάλη τους, πιάνονταν στην απόχη ορισμένων επιτήδειων ακροδεξιών λαοπλάνων.

Όλη αυτή η κλάψα για το «ψάρεμα» των ακροδεξιών «δημαγωγών» πάνω από τον κοινωνικό βυθό συνοδευόταν και από ορισμένες εκκωφαντικές σιωπές. Καμιά σύνδεση δεν γινόταν π.χ. ανάμεσα στις εκλογικές επιτυχίες των Ναζί και το γεγονός ότι τα μικρά και μεγάλα ελληνικά αφεντικά, ήδη από τα 90s, είχαν βρει, στο πρόσωπο των μεταναστ(ρι)ών χωρίς χαρτιά, ένα εργατικό δυναμικό πρόσφορο να το απομυζούν όπως, και όσο, γούσταραν. Αυτό το εργατικό δυναμικό δεν ήταν έτσι από τη φύση του. Έγινε έτσι γιατί κηρύχθηκε παράνομο από το ελληνικό κράτος, και υποτιμήθηκε μέσα από αντιμεταναστευτικές νομοθεσίες, επιχειρήσεις-σκούπα, κακοποιήσεις και εγκλεισμούς επ’ αόριστον σε ΑΤ, επιθέσεις από ομάδες φασιστών σε συνεργασία με τους μπάτσους, «επαναπροωθήσεις», επιλεκτικές νομιμοποιήσεις, ξανά επιχειρήσεις-σκούπα, και, ως επιστέγασμα, ένα αρχιπέλαγος από «ανθρωπιστικά» στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο πολύ πραγματικός κοινωνικός βυθός, των μεταναστ(ρι)ών που δούλευαν υπό ένα καθεστώς σχεδόν υποδούλωσης για τα ελληνικά αφεντικά, έμενε αόρατος. Εξίσου αόρατες ήταν και οι ταξικές διαφορές ανάμεσα στους μικροαστούς και τους προλετάριους με ελληνική ταυτότητα. Τα μικρά αφεντικά, που είχαν ήδη βρει στον ρατσισμό μια φλέβα χρυσού, αποκομίζοντας υλικότατα οφέλη από την ύπαρξη ενός εργατικού δυναμικού χωρίς δικαιώματα, τσουβαλιάζονταν, ως «φτωχοποιημένα στρώματα», μαζί με τους/ις εργάτ(ρι)ες . Και οι προλετάριοι με ελληνική ταυτότητα παρουσιάζονταν ως ένας ανθρώπινος χυλός που μπορεί να τον ζυμώνει ο κάθε απατεώνας ή μαχαιροβγάλτης, και χρήζει ειδικής θεραπείας, ώστε να επανέλθει στα συγκαλά του, από τους ειδικούς του «δημοκρατικού φρονήματος».

Έτσι, στο τέλος, βλέποντας κανείς στο βήμα της Βουλής τον Κασιδιάρη να ωρύεται για τους «ξένους» που επιβουλεύονται την, πάντα «ποτισμένη από αίμα (λευκών) ηρώων» και ποτέ, προς θεού, από ιδρώτα σκουρόχρωμων εργατ(ρι)ών, «ελληνική γη» θα έπρεπε να φανταστεί μπροστά στους δέκτες των τηλεοράσεων «ανασφαλείς» ανέργους να χειροκροτούν «παραπλανημένοι». Και ταυτόχρονα, θα έπρεπε να μην αφήνει τον νου του να πηγαίνει στο κακό, να μην υποψιάζεται ότι εκείνοι που χειροκροτούν είναι κυρίως ελληνικά αφεντικά που έχουν συνηθίσει να βγάζουν εξοχικά βάζοντας μετανάστ(ρι)ες να δουλεύουν χωρίς ωράριο και με μισθούς ό,τι να ’ναι στις κουζίνες των εστιατορίων τους, ή στα «χωραφάκια του παππού» τους, και θέλουν αυτή η συνθήκη να διαιωνιστεί και να γενικευτεί.

Ναι, δεν έλειψαν ούτε λείπουν οι μισθωτοί (συνήθως όσοι βρίσκονται σε μια πιο προνομιακή θέση) που γραπώνονται από την εθνική τους ταυτότητα για να σώσουν την πάρτη τους. Ναι, ο όρος «εργατικό κίνημα» μοιάζει σήμερα με απομεινάρι ενός μακρινού παρελθόντος, όταν δεν αποτελεί παρασύνθημα ταξικής υποταγής στις ντουντούκες των κρατικών (πια) λειτουργών που εξακολουθούν να συστήνονται ως «συνδικαλιστές». Αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν γεφυρώνει το πραγματικό ταξικό χάσμα: στόχος των αφεντικών, μικρών ή μεγάλων, είναι η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης σε βάθος χρόνου και στο σύνολό της, με χαρτιά ή χωρίς. Οι μικροαστοί και οι εργάτ(ρι)ες, ακόμα κι αν μοιράζονται την ίδια εθνική ταυτότητα, ούτε χάνουν τα ίδια στην κρίση, ούτε χάνουν ό,τι χάνουν για τους ίδιους λόγους, ούτε έχουν την ίδια στήριξη από το εθνικό τους κράτος.

Ακόμα και μια μούφα-θεωρία, ωστόσο, μπορεί να έχει τη χρησιμότητά της. Η θεωρία περί της κρίσης που κάνει τον λαό φασίστα μπορεί να μην τα πήγαινε και τόσο καλά ως θεωρία, αφού εξηγούσε όσα φαίνονταν να συμβαίνουν ανατρέχοντας ... σε όσα φαίνονταν να συμβαίνουν («κρίση», «ανασφάλεια», «εξατομίκευση» «λαοπλάνοι»), και όχι σε βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, αλλά είχε τη δική της εκπαιδευτική αξία. Μας μάθαινε να ξεχνάμε όσα γίνονταν δίπλα μας από τους μπάτσους και τους ρατσιστικούς όχλους ενάντια στα ταξικά μας αδέλφια που δεν είχαν χαρτιά. Να πείθουμε τους εαυτούς μας, παρά τα αντίθετα καθημερινά μας βιώματα, ότι έχουμε κοινά συμφέροντα με τα αφεντικά μας. Να οραματιζόμαστε έναν ειδυλλιακό «κοινωνικό ιστό» εκεί όπου στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά αβυσσαλέοι ταξικοί ανταγωνισμοί. Να πιστεύουμε ότι το αντίθετο της «εξατομίκευσης» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η εκπροσώπησή μας από αριστερούς υπουργούς, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Να σκεφτόμαστε, επίσης, για τον φασισμό με τρόπο καθησυχαστικό, λες και πρόκειται για μια πρόσκαιρη τύφλωση που με την κατάλληλη κρατική φροντίδα θα περάσει, αντί να βλέπουμε, πίσω από τα μαχαίρια των Ναζί, τους ταξικούς μας εχθρούς να συνασπίζονται εναντίον μας για να μας πατήσουν όσο δεν πάει. Ακόμα χειρότερα, να συγκατανεύουμε στην ιδέα ότι οι οργανωτές και οι χειροκροτητές των ρατσιστικών πογκρόμ έχουν κι αυτοί τα δίκια τους (αφού είναι, οι καημένοι, «όπως όλοι μας», θύματα της «λαίλαπας των μνημονίων»), απλά τα διεκδικούν «με λάθος τρόπο». Αυτή η θεωρία, κατά συνέπεια, ήταν μια μούφα αρκετά χρήσιμη για τα αφεντικά μας, για το κράτος τους, και, βέβαια, για τους ίδιους τους φασίστες. 


Ο φασισμός είναι μια κοινωνική τάση που εκφράζει υλικά ταξικά συμφέροντα, τροφοδοτείται από κρατικές στρατηγικές, και τις ανατροφοδοτεί με τη σειρά του. Δεν είναι μια αναβίωση. Είναι εκδήλωση μιας εξελισσόμενης εκστρατείας για την απαξίωση των ζωών μας. Έχει χίλια πρόσωπα και βαθιές κοινωνικές ρίζες. Και γι’ αυτό δεν αναχαιτίζεται στις εκλογές και τα δικαστήρια. Δεν παραμυθιάζει κανέναν. Επιστρατεύει πολλούς και διάφορους, με σβάστικες ή χωρίς, υπό έναν κοινό στόχο: την πειθάρχησή μας, το τσάκισμα των δικών μας αρνήσεων, των δικών μας χιλίων προσώπων. Όχι, η κρίση δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο που προκαλεί γενικώς και αορίστως στον «λαό» «ανασφάλειες». Είναι ένας ταξικός πόλεμος που φέρνει στην επιφάνεια τη βαναυσότητα την οποία προϋποθέτει η υγεία και η κανονικότητα ενός εκμεταλλευτικού κόσμου. Οι φασίστες είναι η αποτρόπαιη έκφραση αυτής της βάναυσης κανονικότητας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου