Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Η κρυφή γοητεία του συριζαίικου αντιφασισμού


Αντιφασίστας πρωθυπουργός επισκέπτεται θλιμμένος ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που η κυβέρνησή του έστησε

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε εδώ)
 
* Το κείμενο που ακολουθεί έχει βασιστεί στις συλλογικές συζητήσεις της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας Βύρωνα, αλλά δεν αποτελεί, σε αυτήν τη μορφή, μια συλλογική γνώμη. Παρουσιάστηκε, ως συμπληρωματική εισήγηση, στην εκδήλωση-συζήτηση με τίτλο «Κρατικός φασισμός και η κρυφή γοητεία του συριζαίικου αντιφασισμού» (ΚΠKB, 08/02/19)

Ο συριζαίικος αντιφασισμός δεν είναι συμβιωτικός με τον φασισμό μόνο επειδή τον ανέχεται ή συνυπάρχει μαζί του, χωρίς να στρέφεται ενάντια σε όσα σήμερα, στη δική μας κοινωνία, και όχι στη … γεμάτη εξωτικά τέρατα με σβάστικες στα μπράτσα «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (κατά τη γνωστή, βολική για να αποφεύγεται κάθε επί της ουσίας κουβέντα, καρικατούρα του φασιστικού παρελθόντος των κοινωνιών μας), κάνουν φασίστες τους φασίστες.


Δεν έχουν λείψει, βέβαια, κάθε άλλο, τα παραδείγματα τέτοιας ανοχής ή συνύπαρξης. Ακόμα θυμόμαστε τα κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να προσμετρούν, σε δημόσιες πανηγυρικές τοποθετήσεις τους, τις ψήφους των Ναζί βουλευτών στο άθροισμα του αντιμνημονιακού κοινοβουλευτικού μπλοκ που έριξε τη «δωσιλογική» κυβέρνηση των «σαμαροβενιζέλων» και επικύρωσε στη Βουλή την απόφαση του Τσίπρα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος το 2015. Ακόμα θυμόμαστε την επίσκεψη ανάτασης του εθνικού φρονήματος στο Καστελόριζο και τη Ρω, τον Δεκέμβρη του 2016, των υπουργών της συριζανέλ κυβέρνησης μαζί με τον Κασιδιάρη και τον Παππά. Ακόμα θυμόμαστε, επίσης, τις δηλώσεις του Παρασκευόπουλου, υπουργού και στέλεχους του ΣΥΡΙΖΑ, για αυτήν την κοινή επίσημη επίσκεψη, κατά την οποία οι φαντάροι του ελληνικού στρατού αναγκάστηκαν να βαρέσουν προσοχή μπροστά σε Ναζί μέλη της «Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής»: 


Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: Μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης [1].

Η ελληνική δημοκρατία, λοιπόν, έτσι όπως την ονειρεύονται οι συριζαίοι υπουργοί θα είναι τόσο μεγαλόθυμη που θα μπορεί να συγχωρέσει κάποιες εκατοντάδες αιματηρές ναζιστικές επιθέσεις ενάντια σε μετανάστ(ρι)ες, και να δεχτεί στην αγκαλιά της τους μαχαιροβγάλτες Ναζί, ως άσωτους υιούς που επιστρέφουν εκεί όπου θα έπρεπε κανονικά να ανήκουν, στο κοινό ενιαίο σώμα των ελλήνων πολιτών με δημοκρατικά διαπιστευτήρια; Η απάντηση είναι ναι, και δεν το λέμε ειρωνικά. Ούτε θέλουμε να υπονοήσουμε κάτι για την περίφημη δίκη της Χρυσής Αυγής που, υπό την «αντιφασιστική» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των διάφορων δεξιών και ακροδεξιών συνοδοιπόρων του, δεν έχει ολοκληρωθεί μετά από 4 ολόκληρα χρόνια επειδή δεν μπορούν, λέει, να βρεθούν «ειδικές αίθουσες» για να «διεξάγεται η διαδικασία σε πιο τακτική βάση», σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων [2], αν και θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλούς δυσάρεστους συνειρμούς ακούγοντας τους ίδιους τους Ναζί να συνδέουν την υπερψήφιση συγκεκριμένων επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή με την έκβαση της δίκης της ηγεσίας του κόμματός τους [3]. Αυτό, όμως, που είναι το πιο σοβαρό ζήτημα με τον συριζαίικο αντιφασισμό είναι ακριβώς ότι μας προτείνει να δεχτούμε ως εικόνα του καλύτερου δυνατού μέλλοντός μας το όραμα ενός κράτους που δεν διστάζει να συστρατεύσει τους Ναζί αρκεί να μην εμφανίζονται δημόσια ως Ναζί, που απευθύνει τα προσκλητήρια του και στα «τάγματα εφόδου», καλώντας τα να κρύψουν τα ναζιστικά τους σύμβολα και να καθαρίσουν προσωρινά από το αίμα τα μαχαίρια.


Ναζί με στρατιωτική συνοδεία στη Ρω, κατά την κοινή επίσημη επίσκεψη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-ΧΑ (Δεκέμβρης 2016)

Ο συριζαίικος αντιφασισμός δεν είναι μια μορφή εξαπάτησης, αλλά ένα σύμπτωμα. Δείχνει ότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν, και εξακολουθούν να συντελούνται, στο ίδιο το κράτος είναι πολύ πιο σοβαρές και έχουν έναν πολύ πιο έντονα δυστοπικό χαρακτήρα απ’ ό,τι μέχρι πρότινος τείναμε να πιστέψουμε. Η οικονομική κρίση δεν ήταν μια κάποιου είδους «κακοκαιρία», μια μετατόπιση ανέμων στον ουρανό των «αγορών». Ήταν ένας ταξικός πόλεμος που εξαπολύθηκε από τα μικρά και μεγάλα αφεντικά μας με σκοπό την πειθάρχησή μας και την υποτίμηση της εργασιακής μας δύναμης. Και το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη συλλογική δύναμη που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας για να τιθασευτούν οι «αγορές» και να χορεύουν στον δικό μας ρυθμό, όπως έλεγε, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, ο Τσίπρας. Είναι μια μηχανή ιστορικά κατασκευασμένη κατά τρόπο ώστε να εγγυάται την ταξική κυριαρχία των αφεντικών και την ομαλή αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων, ή για να πούμε το ίδιο πράγμα κάπως διαφορετικά: η κοινωνία οργανωμένη κατά τρόπο ώστε ένα κομμάτι της, εμείς, μολονότι τυπικά, σε επίπεδο δικαίου, ισότιμο, να μένει, σε επίπεδο πραγματικής καθημερινής ζωής, πατημένο, υποτελές και αναλώσιμο, για να χτίζουν την ευημερία τους ή να επιτυγχάνουν την επιβίωσή τους κάποια άλλα κομμάτια (τα μικρά και μεγάλα αφεντικά μας και όσοι συντάσσονται μαζί τους).

Για να λειτουργήσει ως μέσο συλλογικής εξόδου από την κρίση, το κράτος δεν χρειάστηκε μόνο να ταΐζει με άφθονο χρήμα το πιστωτικό σύστημα για να κρατήσει ζωντανή αυτήν την τόσο βασική, σήμερα, διάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας. Ούτε έφτανε, επίσης, να κοπούν οι μισθοί του δημοσίου και οι συντάξεις, για να βγουν τα νούμερα. Το κράτος έπρεπε, προ πάντων, να αναδομηθεί ώστε να προσαρμοστεί στις συνθήκες του ταξικού πολέμου εναντίον μας, να γίνει, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, μια αποτελεσματική μηχανή πειθάρχησης και υποτίμησης των ζωών μας. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να δρομολογηθούν διάφορες εξελίξεις ανεξήγητες για τις θεωρίες περί νεοφιλελευθερισμού, με τις οποίες όσες/οι πολιτικοποιηθήκαμε τις τελευταίες δεκαετίες μάθαμε να βλέπουμε τον κόσμο, καταλήγοντας, στο τέλος, να μην καταλαβαίνουμε Χριστό, και να βλέπουμε λαμπερούς ορίζοντες εκεί όπου στην πραγματικότητα πύκνωνε το σκοτάδι.

Σε αντίθεση με την εικόνα των παρανοϊκών νεοφιλελεύθερων γερακιών και του «καζινοκαπιταλισμού» που τόσα χρόνια ακούραστα φιλοτεχνούσαν οι αριστεροί οικονομολόγοι και οι κάθε λογής υποψήφιοι «κινηματικοί» στρατηγοί, το κράτος, αντιμετωπίζοντας την κρίση, επέκτεινε και εμβάθυνε τις οικονομικές του λειτουργίες, καταρτίζοντας μακροπρόθεσμα σχέδια για την πορεία της εθνικής οικονομίας και φτάνοντας μάλιστα ως το σημείο να καθορίζει το ίδιο, χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ αφεντικών και εργατ(ρι)ών, το ύψος των μισθών, ανάλογα με τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας. Οι πρόσφατες συριζαίικες εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού, υπό ένα θεσμικό πλαίσιο, όμως, στο οποίο πια δεν αναγνωρίζεται αποφασιστικός ρόλος για τα συνδικάτα ως όργανο συλλογικής διαπραγμάτευσης, είναι μια επισφράγιση αυτής της αλλαγής στην ελληνική περίπτωση: το κράτος πια θα αποφασίζει πόσο θα αποτιμάται στην αγορά η δύναμή μας προς εργασία, ανάλογα με τις συγκυριακές ανάγκες των αφεντικών μας. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον να θυμηθούμε εδώ ότι τέτοιου είδους κρατικές παρεμβάσεις ήταν τυπικές για τα συντεχνιακά κράτη που έστησαν οι φασίστες στην Ιταλία και τη Γερμανία κατά τον μεσοπόλεμο, ενώ ταιριάζουν επίσης πολύ καλά με ορισμένες σκοτεινές πλευρές του βρετανικού κεϋνσιανισμού, κατά τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκειά του, όπου το κράτος ρύθμιζε άμεσα το πώς θα κατανεμόταν η εργασιακή δύναμη στους κλάδους της πολεμικής οικονομίας, χωρίς όμως να καθορίζει και το ύψος των μισθών.

Μια δεύτερη σημαντική αλλαγή προς την ίδια κατεύθυνση είναι ότι το κράτος διεύρυνε τις γκρίζες ζώνες όπου η οργανωμένη βία την οποία οι εκτελεστικοί βραχίονές του ασκούν μπορεί να δικαιολογείται ως νομιμοφανής, μέσα από αστυνομικές διοικητικές αποφάσεις ή μέσα από έκτακτες νομοθετικές πράξεις για τη διαχείριση κρίσεων ή «επειγουσών καταστάσεων». Σήμερα μπορούμε πολύ καθαρά να αντιληφθούμε, π.χ., ότι η εμβέλεια των «αντιτρομοκρατικών νόμων» φτάνει πια ως τις συμπράξεις προλετάριων που επιδίδονται σε μικροκλοπές και βρίσκονται όλο και συχνότερα αντιμέτωποι/ες με την κατηγορία της σύστασης «συμμορίας» ή «εγκληματικής οργάνωσης», κάτι που επισύρει, από μόνο του, ατομικές ποινές ακόμα και αν δεν αποδειχθεί η ατομική εμπλοκή σε συγκεκριμένα αδικήματα.

Στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής δεν βρίσκονται αυτά που έχουμε στο κεφάλι μας, ούτε οι αναρχικές ή κομμουνιστικές πεποιθήσεις μας ως τέτοιες. Βρίσκονται οι ζωές μας που πια, για τα αφεντικά μας, και το κράτος που επωμίστηκε το καθήκον της διάσωσης της δικής τους κυριαρχίας, δεν είναι αρκετό μόνο να ελέγχονται ή να διαπλάθονται ώστε να γίνονται αποδοτικές για το κεφάλαιο. Πρέπει, επιπλέον, και να καθυποτάσσονται ως μια δυνάμει απειλή για την εθνική οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της. Και πρέπει να καθυποτάσσονται σε κάθε τους πτυχή: από την πλατεία της γειτονιάς μας ως τον χώρο εργασίας, από το γήπεδο ως τη νυχτερινή διασκέδαση, από τις προσωπικές νυχτερινές φρίκες ως τα άγρια πρωινά ξυπνήματα. Μπάτσοι, σεκιουριτάδες, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχοθεραπευτές, ΜΚΟ, ιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ, μαφιόζοι επιχειρηματίες, μπράβοι, και οργανωμένοι φασίστες: αυτό το μωσαϊκό ανθρωποφυλάκων, που, υπό την αιγίδα του ίδιου του κράτους, έχουν ήδη δοκιμάσει πολλές φορές την από κοινού δράση τους πάνω σε τμήματα της τάξης μας, εφεξής θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα στην καθημερινότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκτοπίζοντας, ή μάλλον ενσωματώνοντας ως υποβοηθητικές, τις φιγούρες θηριοδαμαστών που είχαμε συνηθίσει (πολιτευτές, συνδικαλιστές, παπάδες, καθηγητές, κ.ο.κ.).



Στις γκρίζες ζώνες της νομιμότητας, στο ερώτημα ποια προσχήματα, κάθε φορά, πρέπει να τηρούνται συχνά αρμόδιος για να απαντήσει είναι ο διοικητής ενός τοπικού αστυνομικού τμήματος, και το κράτος μπορεί να επεκτείνει τις δυνάμεις που κινητοποιεί, αξιοποιώντας άτυπες σχέσεις και ενορχηστρώνοντας φαινομενικά οξύμωρες συμπράξεις, χωρίς να παραβιάζει τους ισχύοντες νόμους, αλλά και χωρίς να δεσμεύεται και πολύ απ’ αυτούς. Η μακρά διαδικασία παρανομοποιήσης των μεταναστ(ρι)ών ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα «πεδίο λαμπρής δόξας» για να προβαριστούν τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα, δηλαδή, για να εδραιωθούν πρακτικές, να παγιωθούν σχέσεις, και να εισαχθούν θεσμικές καινοτομίες που εναρμονίζουν τη δράση ενός κοινωνικά ευαίσθητου απόφοιτου ΑΕΙ που δουλεύει σε ένα «Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης» μεταναστ(ρι)ών με τη δράση ενός μικρού αφεντικού, κάπου εκεί γύρω, που βγάζει το νέο του 4×4 μαζεύοντας και την τελευταία σταγόνα από τον ιδρώτα κάμποσων ανασφάλιστων εργατ(ρι)ών χωρίς χαρτιά, καθώς και με τη δράση ενός Ναζί που έχει πάρει το πράσινο φως από το τοπικό αστυνομικό τμήμα για να εξαπολύσει με τους ομοϊδεάτες του ένα μικρό πογκρόμ. Στο παράδειγμα που μόλις φέραμε, αυτό που μένει ως κοινό πραγματικό καταστάλαγμα στο τέλος είναι τα σημάδια στο σώμα κάποιων μετανατ(ρι)ών που μαθαίνουν με έναν τρόπο που δεν επιδέχεται συζήτησης ότι το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης είναι μια φυλακή (αν και τυπικά, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, δεν θα έπρεπε να είναι φυλακή), ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης εργατ(ρι)ών χωρίς χαρτιά, όπως δείχνουν και τα συρματοπλέγματα που το περιβάλλουν, και ότι είναι καλύτερο να μην πολυκυκλοφορούν έξω ακόμα και τις ώρες όπου αυτό επιτρέπεται, αλλά σίγουρα μπορούν να συνεχίσουν να απασχολούνται στη ζούλα από τα «φιλόξενα» τοπικά αφεντικά.

Η επέκταση των γκρίζων ζωνών νομιμότητας, και ο συντονισμός μιας ποικιλίας ανθρωποφυλάκων από το κράτος πέριξ και εντός αυτών των γκρίζων ζωνών, μας φέρνουν και σε μια τρίτη εξέλιξη, εξίσου ανεξήγητη για τους θεωρητικούς του αντινεοφιλελευθερισμού: στις κοινωνικές συμμαχίες που συγκροτούνται υπό τη σκέπη του κράτους. Όταν τέλειωνε η δεκαετία του 1990, και εμφανιζόταν στο προσκήνιο το κίνημα κατά της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», είχε βρει μεγάλη απήχηση η ιδέα ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια τόσο παράλογη επιλογή ενός τυχοδιωκτικού τμήματος των ελίτ που αναπόφευκτα θα συσπειρώσει τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών εναντίον τους. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 2000 ακούγαμε παντού για το «99%» που πληρώνει τις συνέπειες της παραφροσύνης των νεοφιλελεύθερων γερακιών της τραπεζοκρατίας και για τα βροντερά «Όλοι μαζί!» που θα έπρεπε να ξεστομίζουμε σε κάθε ευκαιρία. Παρεμπιπτόντως, έχει την ιδιαίτερη σημασία του εδώ το γεγονός ότι, στο ίδιο διανοητικό περιβάλλον, οι κοινωνικοί αγώνες εκλαμβάνονταν ως «ευκαιρίες»: γιατί το ζήτημα, για όλους αυτούς τους πωλητές ελπίδας, δεν ήταν η ίδια η ταξική πάλη, ήταν η αύξηση πολιτικής ισχύος, ή με άλλα λόγια, η αύξηση διαπραγματευτικής ισχύος εντός του κράτους, για τους στρατηλάτες που δεν είχαν μεν ακόμα μαζέψει τον στρατό τους, ήξεραν, όμως, να κολυμπούν ανάμεσα στις μάζες όπως τα μεγάλα ψάρια μέσα στο νερό. Αλλά ας μην βιαζόμαστε να θίξουμε υπολήψεις … Τότε, λοιπόν, μας έλεγαν, και κάποιες/οι από εμάς πετάξαμε ορισμένα χρόνια από τη ζωή μας παίρνοντας στα σοβαρά αυτές τις κατάφωρα ασόβαρες θεωρίες, ότι οι υπαρκτοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, καθώς και οι διαχωρισμοί ανάμεσα στην εργατική τάξη, τη μικροαστική τάξη, και το μεσαίο κεφάλαιο, λίγο ως πολύ μπορούν να ξεπεραστούν στην πράξη αν φορέσουμε όλοι το γιλέκο της αντιλιτότητας.

Σήμερα, αντίθετα, μπορούμε πολύ καθαρά να διαπιστώσουμε ότι αντί να ενωθεί το 99% ενάντια στους δράκουλες τύπου Σόϊμπλε, το κράτος, λειτουργώντας, ας το ξαναπούμε, ως μηχανή πειθάρχησης και υποτίμησης των ζωών μας, κατάφερε να διευρύνει την κοινωνική βάση στήριξης του ταξικού πολέμου των αφεντικών. Τμήματα των μισθωτών που κατά την προηγούμενη περίοδο μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τα αφεντικά υπό ευνοϊκότερους όρους ενώθηκαν με τη μικροαστική τάξη, το μεσαίο κεφάλαιο, και τμήματα ακόμα του μεγάλου κεφαλαίου, και συγκρότησαν επιθετικά κοινωνικά μπλοκ, που εμφανίζονται πια σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, διεκδικώντας από το εθνικό κράτος να σώσει ό,τι από τα προνόμιά τους μπορεί να σωθεί εν μέσω της καταστροφής κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας που κάθε οικονομική κρίση, στον καπιταλισμό, είναι (το άλλο όνομα της κρίσης ως ταξικού πολέμου είναι ακριβώς αυτό: καταστροφή κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας). Η αντιλιτότητα ήταν το κωδικό σύνθημα για τη διαταξική συμπόρευση με το κράτος ενάντια στους «τραπεζίτες», αλλά και ενάντια στον πάτο της εργατικής τάξης, στα λιγότερο πολιτικά ορατά και τα αόρατα τμήματά της, στο προλεταριάτο του οποίου η εθνική ταυτότητα είχε πια φθαρεί, δεν σήμαινε πια και πάρα πολλά για την καθημερινή του επιβίωση, και στο προλεταριάτο που δεν διέθετε μπλε κάρτα, αλλά άδειες προσωρινής παραμονής ή διαταγές «επαναπροώθησης».

Ούτε ο Καμμένος, που κάνει πολιτική καριέρα αποκαλύπτοντας αντεθνικές συνωμοσίες του George Soros, ούτε ο Τραμπ που θέλει να σηκώσει τείχος στο Μεξικό, ούτε οι Βρετανοί ακροδεξιοί που υποκίνησαν την καμπάνια για το Brexit στοχοποιώντας τους/ις ανατολικοευρωπαίους/ες μετανάστ(ρι)ες, έχουν χάσει το μυαλό τους. Το γεγονός ότι η εναντίωση στην «τραπεζοκρατία» παντού στον πλανήτη πηγαίνει χέρι χέρι με τον ρατσισμό, με την επίθεση ενάντια στους/ις εργάτ(ρι)ες που δεν μπορούν να ενταχθούν ομαλά στον εθνικό κορμό, δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει. Αν βάλουμε στην άκρη τις μυθολογίες με τις οποίες έχουμε μεγαλώσει για τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», και τη γερμανική κοινωνία που συλλογικά, υποτίθεται, τυφλώθηκε από έναν παρανοϊκό λαοπλάνο δικτάτορα, δεν θα δυσκολευτούμε να αντιληφθούμε ότι η ολίσθηση από την κριτική των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων στην κριτική των τραπεζών και των «λαμογιών» που επωφελούνται από την «τραπεζοκρατία» ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μοτίβα του μεσοπολεμικού φασισμού. Ο αντισημιτισμός που μετά βίας σήμερα κρύβεται πίσω από τις κατάρες ενάντια στους «τραπεζίτες» που υπερίπτανται όπως τα γεράκια πάνω από τα έθνη, και ο ρατσισμός του «δεν χωράμε άλλους» τριτοκοσμικούς με σκουρόχρωμο χρώμα ή παράξενα έθιμα, στην πραγματικότητα, είναι της ίδιας κοπής με τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό του μεσοπολέμου, παρά τις μεγάλες μορφολογικές διαφορές.

Και τότε και τώρα, αντί για εκδηλώσεις μαζικής παραφροσύνης, είχαμε και έχουμε εκδηλώσεις μιας εκστρατείας πειθάρχησης και υποτίμησης του προλεταριάτου και των τμημάτων του πληθυσμού που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν ομαλά στην εθνική καπιταλιστική κανονικότητα. Και τότε και τώρα, αντί για εξαιρέσεις στον κανόνα της ομαλής συνύπαρξης καπιταλισμού και τυπικής δημοκρατίας, είχαμε και έχουμε την εμφάνιση σε δημόσια θέα αυτού που λανθάνει στον ίδιο τον πυρήνα του κανόνα που δεσπόζει στις κοινωνίες μας: την υπαγωγή των ζωών μας στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Και τότε και τώρα, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγινε και γίνεται με έναν τρόπο πιο δραστικό από τη μετακύλιση της καταστροφής κεφαλαίου και εργασίας σε βάθος χρόνου (όπως συνέβαινε μεταπολεμικά): με τον συνδυασμό του ταξικού πολέμου στο εσωτερικό των εθνών-κρατών και την όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των εθνών-κρατών, τη διεκδίκηση, όχι μόνο με οικονομικά μέσα, αλλά και με την κινητοποίηση του συνόλου τού κράτους, μιας καλύτερης θέσης κατά το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα εθνικά κεφάλαια.



Τα κράτη ποτέ δεν σώζονταν μόνο με δάνεια, και ποτέ δεν σώζουν τμήματα των υπηκόων τους μόνο παρέχοντας επιδόματα ή προνόμια. Πάντα κάπου έπρεπε να συμπεριληφθούν στην εξίσωση της διάσωσης και οι φυλακές, τα στρατόπεδα, και τα πεδία βολής. Τα έθνη κράτη, η πιο πρόσφατη ιστορικά μορφή κρατών, που μετράει κάτι παραπάνω από δύο αιώνες ζωής μονάχα, δεν αρκούνται ούτε στις φυλακές, τα στρατόπεδα, και τα πεδία βολής. Διαμορφώθηκαν και επιβίωσαν μέσα από εκκαθαρίσεις πληθυσμών, μαζικές εξοντώσεις εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, ισοπεδώσεις πόλεων, ανελέητους διακρατικούς πολέμους. Τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη βγήκαν από έναν πόλεμο, τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος σημαδεύτηκε από τη βιομηχανική σφαγή των Εβραίων της Ευρώπης.

Η εμπειρία αυτής της σφαγής είναι εγγεγραμμένη στη μητρική κάρτα των ευρωπαϊκών κρατών. Κάτω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, λ.χ., υπάρχουν τα ερείπια ενός νεκροταφείου που για αιώνες χρησιμοποιούσε μια κοινότητα η οποία, κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαλείφθηκε σε ποσοστό 95%, η κοινότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αν δεν είχε υπάρξει το Άουσβιτς, δεν θα είχε υπάρξει ούτε η σημερινή Θεσσαλονίκη. Αν τα ευρωπαϊκά κράτη για κάποιες δεκαετίες επέλεξαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, και να επιχειρήσουν επιπλέον να φτιάξουν και υπερκρατικούς θεσμούς, αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψαν να είναι μηχανές πολέμου για τα εθνικά αφεντικά και μηχανές θανάτου για τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς των εθνικών αφεντικών. Το ελληνικό κράτος ήταν και είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος που όσο κι αν δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για το αποικιοκρατικό παρελθόν του, δεν υστερεί αναλογικά, από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, στο μητρώο του χυμένου αίματος των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Κι αν την περίοδο που πέρασε φάνηκε να κινδυνεύει με έναν κάποιον υποβιβασμό στη διεθνή αλυσίδα κρατών, τελικά απ’ ό,τι φαίνεται σήμερα κατάφερε να διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος της ισχύος του, αρκετό ώστε να υπαγορεύει σε ένα γειτονικό κράτος πώς θα ονομάζεται, όπως έγινε με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας στην πρόσφατη συμφωνία των Πρεσπών.


Το 2011, ο μέχρι πρότινος Υπουργός Εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης, Νίκος Κοτζιάς, στο βιβλίο του με τίτλο Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στον 21ο αιώνα έγραφε τα εξής: 


[Οι κατώτερες τάξεις] συχνά, επιλέγουν αντί των κοινωνικών αγώνων, τη διεθνή αναβάθμιση ή προάσπιση του κράτους τους ως μια άμεση, γιατί όχι και πιο εύκολη, επιλογή υπεράσπισης των κεκτημένων, ακόμη και διεύρυνσής τους. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία πολλά αριστερά κόμματα επέλεξαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, να υποστηρίξουν ακόμη και την κάκιστη επιλογή του πολέμου. Αυτά είναι και τα πλαίσια, αλλά και ο μηχανισμός αποδοχής, από τα λαϊκά στρώματα μιας κοινωνίας, της ύπαρξης κοινών εθνικών ζητημάτων με τις κυρίαρχες σε αυτήν ομάδες. Πρόκειται για μηχανισμό-πλαίσιο, που όταν υποτιμήθηκε από τα κόμματα της αριστεράς το πλήρωσαν με την απώλεια δεσμών με τις ευρύτερες «λαϊκές μάζες, ενώ όταν το πήραν υπ’όψη, όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς να αγνοήσουν το κοινωνικό ζήτημα, μεγαλούργησαν [4].

Σε αυτήν την ταξική υστεροβουλία ο Κοτζιάς μας καλούσε να βασίσουμε «μια νέα, ενεργητική, δημοκρατική, πατριωτική στρατηγική στην εποχή της αντιπαγκοσμιοποίησης», όπως ήταν ο υπότιτλος του βιβλίου του. Τρία χρόνια αργότερα, κι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμαζόταν για την προαγωγή του σε «κυβερνώσα αριστερά», η Νάντια Βαλαβάνη, «σκιώδης» τότε υπουργός εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, τόνιζε ότι:

Η Ελλάδα - μέλος της Ε.Ε. χρειάζεται να αντικαταστήσει με νηφαλιότητα τη μη-διπλωματία με την ενεργή διεκδίκηση, ώστε να ενισχύεται ο διεθνής ρόλος τής χώρας στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή.

Σημασία τελικά δεν έχει αν μια χώρα είναι μεγάλη ή μικρή, αλλά η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για τη συνδιαμόρφωση ενός κόσμου όπου, στη βάση της συνεργασίας και του διεθνούς δίκαιου, η κάθε χώρα θα πετύχει ένα στόχο με πραγματικό νόημα: Να μπορεί να υπαγορεύει η ίδια τη δική της τύχη [5].

Η συμπόρευση με το εθνικό κράτος, που σε καιρούς κρίσης αποτολμάει το, πολύ γνώριμο στην ιστορία του, βήμα από τη «μη διπλωματία» (διάβαζε: την εμπλοκή στους διακρατικούς ανταγωνισμούς με οικονομικά κυρίως μέσα) στην «ενεργή διεκδίκηση» (διάβαζε: στην εμπλοκή στους διακρατικούς ανταγωνισμούς με όλα τα μέσα που ένα κράτος μπορεί να βγάλει από τη φαρέτρα του, ακόμα και κάνοντας υπουργούς άμυνας τους εν ενεργεία αρχηγούς του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, όπως έγινε με τον ναύαρχο Αποστολάκη στην τωρινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς τους ΑΝΕΛ) για την υπεράσπιση ή τη διεύρυνση των κεκτημένων, σε καιρούς κρίσης: να τι είναι αυτό που κάνει τον συριζαίικο αντιφασισμό συμβιωτικό με τον φασισμό, όχι επειδή ανέχεται ή συνυπάρχει με τους Ναζί, αλλά επειδή, επίσης, συστρατεύεται μαζί τους στον κοινό σκοπό της διάσωσης και της «ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου της χώρας». Ο συριζαίικος αντιφασισμός εμφανίζεται ως αντιφασισμός όχι για να μας κοροϊδέψει, αλλά για να αποενοχοποιήσει την κοινή δράση με τους φασίστες, με κοινές ή συγκλίνουσες στοχεύσεις, και στη βάση χειροπιαστών υλικών συμφερόντων, για να εμφανίσει τους φασίστες ως παραπλανημένους ή παράφρονες ακραίους, και τους υπάκουους στο κράτος τους πολίτες ως σώφρονες, ρεαλιστές δημοκράτες. Τα σημάδια στα σώματα των προλετάριων που δεν περιλαμβάνονται στην εθνική ενότητα υπό ένα κράτος που βγαίνει και πάλι στη γύρα για να «υπαγορεύσει τη δική του τύχη» και πάλι θα μείνουν στο τέλος οι πιο αδιάψευστοι μάρτυρες της αλήθειας. Αλλά μια σειρά από γεγονότα τα προηγούμενα χρόνια, από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, ως τις συγκεντρώσεις στην Πλατεία Συντάγματος, και το δημοψήφισμα του 2015, διαπαιδαγώγησαν μάζες ανθρώπων στην ταξική λήθη, στην ταξική υστεροβουλία, στην εμπιστοσύνη στον λόγο του εθνικού κράτους, και στο ανέμισμα της εθνικής σημαίας, ακόμα κι αν δίπλα στέκονται οι οργανωτές πογκρόμ.



Το πιο επικίνδυνο με τον συριζαίικο αντιφασισμό είναι η διεισδυτικότητά του πολύ πιο πέρα από τα όρια του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, η ικανότητά του να φτιάχνει την ατζέντα των βασικών ερωτημάτων για μια μεγάλη γκάμα πολιτικών υποκειμένων, που μπορούν να σηκώνουν πολλά είδη σημαιών, την γαλανόλευκη, τη σημαία του ουράνιου τόξου, την κόκκινη σημαία, την κοκκινόμαυρη σημαία. Η κρυφή του γοητεία έγκειται στο γεγονός ότι πατάει σε αυτό που πράγματι έχουμε κοινό με τους φασίστες, την εθνική ταυτότητα, και στη μετατροπή της εθνικής ταυτότητας σε όχημα σωτηρίας για την «υπεράσπιση, ακόμα και τη διεύρυνση», όπως γράφει ο κ. Κοτζιάς, των «κεκτημένων».

L.

Σημειώσεις

[1] Βλ. «Προσέγγιση με τη Χρυσή Αυγή προτείνει ο Παρασκευόπουλος», στον ιστότοπο: tvxs, 11/12/2016, <https://tvxs.gr/news/ellada/proseggisi-me-ti-xrysi-aygi-proteinei-o-paraskeyopoylos>.

[2] 
Βλ. «Δικαστές και Εισαγγελείς νίπτουν τας χείρας τους για την καθυστέρηση στη δίκη της Χ.Α.», στον ιστότοπο: ThePressProject, 26/10/2018, <https://www.thepressproject.gr/article/135610/Dikastes-kai-Eisaggeleis-niptoun-tas-xeiras-tous-gia-tin-kathusterisi-sti-diki-tis-XA>.

[3] Βλ. «Ομολογία χρυσαυγίτη αρθρογράφου: “Ψηφίσαμε τη Θάνου γιατί ο Μιχαλολιάκος κινδυνεύει με 20 χρόνια φυλακή”», στον ιστότοπο: JailGoldenDawn, 02/01/2019, <https://jailgoldendawn.com/2019/01/02/ομολογία-χρυσαυγίτη-αρθρογράφου-ψηφ>.

[4] Νίκος Κοτζιάς, Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στον 21ο αιώνα: Για μια νέα, ενεργητική, δημοκρατική, πατριωτική στρατηγική στην εποχή της αντιπαγκοσμιοποίησης (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011), 343.

[5] Νάντια Βαλαβάνη, «Η εξωτερική πολιτική υπό τον ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω κρίσεων: Αποκλειστικός γνώμονας το συμφέρον του λαού και του τόπου», στον ιστότοπο: Η Αυγή, 07/12/2014, <http://www.avgi.gr/article/5111345/i-exoteriki-politiki-upo-ton-suriza-en-meso-kriseon-apokleistikos-gnomonas-to-sumferon-tou-laou-kai-tou-topou>.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου