Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Πολιτική συζήτηση: Πώς έγινε και ακόμη ασχολούμαστε με τους φασίστες;


Πρώτα μας είπαν ότι οι φασίστες δεν υπάρχουν. Ότι στη χώρα του ΕΑΜ ΕΛΑΣ ουδέποτε υπήρξε τέτοιο πράγμα. Μετά μας είπαν ότι οι φασίστες είναι γραφικοί. Αμελητέα ποσότητα, λέει, μπροστά στα «πραγματικά μας προβλήματα». Που ήταν η έξοδος από την Ε.Ε., η δραχμή και τα «λαμόγια». Έπειτα μας είπαν ότι οι φασίστες είναι τα πλανημένα αδέρφια μας. Ότι αρκούσε να τους πληροφορήσουμε πως η σβάστικα είναι κακό πράμα, για να δουν το φως το αληθινό και να επιστρέψουν στον ορθό αντιμνημονιακό δρόμο. Στο τέλος μας είπαν ότι οι φασίστες ήταν «εγκληματική οργάνωση», το βασικό έγκλημα της οποίας ήταν ο ναζισμός. Και ότι μόλις τους βάλουν φυλακή (μαζί με τα «λαμόγια»), όλα μας τα προβλήματα θα λυθούν.

Κι όμως, παρά τις πολύχρονες αναλύσεις των ειδικών, ακόμη ασχολούμαστε με τους φασίστες. Τη μια με ένα πογκρόμ σε νησί, όπως το πρόσφατο στη Λέσβο. Την άλλη με τη δολοφονημένη Ρομνί στην Άμφισσα. Την τρίτη γιατί προσπάθησαν να κάψουν την κατάληψη της Ανάληψης στο Βύρωνα. Την τέταρτη γιατί μεταμφιέζονται σε «ανησυχούντες πολίτες» και διοργανώνουν «συλλαλητήρια για τη Μακεδονία».

Αυτή η θαυμαστή ποικιλομορφία, από το βραδυνό θρασύδειλο κωλόπαιδο μέχρι τον υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών που κανονίζει πούλμαν για συλλαλητήριο. Αυτή η επιμονή, χρόνια τώρα, παρά τη γενική περιφρόνηση. Αυτή η απόκοσμη σκατοψυχιά, που φτάνει μέχρι τον φόνο αγνώστων. Όλα τους εξηγούνται. Γιατί η καπιταλιστική κρίση και η πολεμική προετοιμασία του ελληνικού κράτους συνεχίζονται. Γιατί κάθε πόλεμος είναι πρώτα και κύρια ταξικός. Γιατί οι φασίστες είναι εκείνη η όψη του ταξικού πολέμου που γίνεται εμπειρικά αντιληπτή από τη θέση από την οποία μιλάμε και δρούμε.

Οπότε, παρά τα «σημαντικότερα ζητήματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν», εμείς ακόμη ασχολούμαστε με τους φασίστες. Βρίσκουμε την ενασχόληση αναπόφευκτη. Επίσης τη βρίσκουμε γόνιμη. Θα θέλαμε να συζητήσουμε για το θέμα.


 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Πέμπτη 28 Ιουνίου
19:00, Κατάληψη Ανάληψη (Πάρκο Ανάληψης, Βύρωνας)
Πρόσβαση: 732 (9η Φορμίωνος)

(Για να κατεβάσετε σε μορφή pdf το κείμενο που ακολουθεί πατήστε εδώ) 

Από τον ταξικό στον διακρατικό πόλεμο:
Στρατηγικές του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου, εκφασισμός και πολυεθνικό προλεταριάτο σήμερα


Το βράδυ της Κυριακής 22 Απρίλη, στην πλατεία Σαπφούς στη Μυτιλήνη, ξετυλίχτηκαν, για μια ακόμα φορά, σκηνές που μας υπενθύμισαν πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο φασισμός σ’ αυτήν την κοινωνία και ότι είναι λίγα σχετικά αυτά που έχουμε κάνει απέναντι στους φασίστες και τους εγγυητές της δράσης τους, το ελληνικό κράτος και τα αφεντικά.

Τι έγινε λοιπόν; Από ένα πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην τακτική τελετή «υποστολής της σημαίας» (sic!), αυτήν τη φορά καλά οργανωμένη μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, για να εκφράσει τη συμπαράστασή του στους δύο Έλληνες «αιχμάλωτους» στρατιωτικούς, βγήκε ένας φασιστικός όχλος που άρχισε να επιτίθεται με πέτρες, μπουκάλια και φωτοβολίδες στις/ους μετανάστ(ρι)ες που ήταν μαζεμένες/οι αρκετές μέρες στην πλατεία διαμαρτυρόμενες/οι για την πρωτοφανή πολιτική του «γεωγραφικού περιορισμού», δηλαδή της απαγόρευσης μετακίνησής τους από τα νησιά-κέντρα κράτησης στο Ανατολικό Αιγαίο, που έχει επιβάλλει το ελληνικό κράτος. Ο συρφετός αυτός όχι μόνο ήταν πολυάριθμος αλλά, έχοντας όπως πάντα την κάλυψη της αστυνομίας, και επίμονος. Επιτιθόταν ολόκληρο το βράδυ κατά κύματα, έστηνε οδοφράγματα, ενισχυόμενος και από άλλα φασισταριά που κατέβαιναν ακόμα και από τα γειτονικά χωριά. Φυσικά, οι μπάτσοι «διέσωσαν» το πρωί τις/ους μετανάστ(ρι)ες μαντρώνοντάς τες/ους πίσω στο στρατόπεδο της Μόριας και χωρίς να προχωρήσουν σε καμιά σύλληψη φασιστών.

Το πογκρόμ αυτό έχει, εκτός των αναβαθμισμένων χαρακτηριστικών της επίθεσης, και κάποιες «παραδοξότητες». Πρώτον, ο φασιστικός όχλος συμμετείχε στην πατριωτική σύναξη δίπλα-δίπλα με «δημοκρατικούς», «ανθρωπιστές» και «φιλειρηνικούς» πολίτες (αυτούς που ήταν υποψήφιοι για το Νόμπελ Ειρήνης και κάπως «μαγικά», λες, κάνουν τη Λέσβο «αντιφασιστικό» νησί). Δεύτερον, αυτά τα ίδια φασιστοειδή, όπως καταλάβαμε από μια ματιά στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπου επέχαιραν για τη συμμετοχή τη δική τους ή φίλων και συγγενών τους στο «ανδραγάθημα», επεφύλαξαν λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Μαΐου, πάντα μαζί με τον ίδιο «δημοκρατικό λαό» της Μυτιλήνης, μια όχι ιδιαίτερα θερμή υποδοχή στον Τσίπρα, για να του υπενθυμίσουν τη δέσμευσή του να «μην αυξηθεί ο ΦΠΑ στο 24%»!

Μάλιστα! Η Μόρια, πραγματικό στρατόπεδο κράτησης υπό τον έλεγχο του στρατού, οι μετανάστες από τη Μέση Ανατολή, το Αφγανιστάν, την Αφρική, οι φασιστοκάτοικοι, οι «δημοκρατικοί» πολίτες, ο ΦΠΑ, η ατμόσφαιρα πολέμου, όλα αυτά συνυπάρχουν σ’ αυτές τις τοπικές κοινωνίες μ’ έναν τρόπο που μοιάζει παράδοξος ή ίσως και ανεξήγητος. Μπήκαμε έτσι σε σκέψεις, προσπαθώντας να βρούμε συνδέσεις και συνάφειες γιατί, πρέπει να ομολογήσουμε, δεν νιώθουμε πολύ βολικά στον «κόσμο του ανεξήγητου».

Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι, διάολε, η Λέσβος είναι ένα «ακριτικό νησί», σ’ αυτήν την επίμαχη ζώνη όπου εστιάζεται η έ-ένταση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους, όπου επαπειλούνται «θερμά επεισόδια» ή ακόμα κι ένας κανονικός πόλεμος μεταξύ τους. Είναι όμως και «σημείο υποδοχής» μεταναστ(ρι)ών, κυρίως από διάφορες, κοντινές ή μακρινές, εμπόλεμες ζώνες, και πεδίο άσκησης των στρατηγικών επιλογών του πολέμου που το ελληνικό κράτος διεξάγει ενάντια στις/oυς μετανάστ(ρι)ες εδώ και δεκαετίες. Και στον πόλεμο αυτόν έχει, επίσης διαχρονικά, συμμάχους: όλους αυτούς που αισθάνονται ότι η συνοχή της κοινωνίας τους αποσταθεροποιείται, όταν οι μετανάστ(ρι)ες ξεπερνούν το όριο μιας ομαλής λίγο-πολύ ένταξης στις σχέσεις εκμετάλλευσης που η παρανομοποίησή τους εξασφαλίζει άκοπα για τα τοπικά και μη αφεντικά· που αισθάνονται, δηλαδή, ότι οι μετανάστ(ρι)ες συνιστούν απειλή για τη σταθερότητα της ενότητάς τους με το ελληνικό κράτος και το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, αυτούς που συγκροτούν τον «εθνικό κορμό».

Είναι ένας πόλεμος, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της κοινωνίας αυτής, που αλλάζει μορφή αλλά εμπλέκει πάντα συγκεκριμένες πλευρές: το ελληνικό κράτος, άλλα κράτη, το κεφάλαιο –εθνικό και διεθνικό– και τους σύμμαχους τους, ενάντια στο προλεταριάτο, επίσης ντόπιο και διεθνικό, στους πιο εξαθλιωμένους και περιθωριοποιημένους. Είδαμε ότι η Μόρια είναι η συμπυκνωμένη έκφραση ενός πολέμου εδώ και τώρα, στην πιο βαθιά και, γι’ αυτό, πιο συγκαλυμμένη του μορφή: του ταξικού-κοινωνικού πολέμου. Κι αυτό έχει ένα πλεονέκτημα, γιατί μας επιτρέπει να μιλήσουμε και για την άλλη, την πιο φανερή πλευρά του, αυτήν που τα κράτη πρώτα απ’ όλα μας κουνάνε απειλητικά για να μας αναγκάσουν να στοιχηθούμε μαζί τους: τον διακρατικό.


Πώς κάνεις ένα διαδικτυακό κάλεσμα για πογκρόμ σ’ ένα «φιλόξενο» ελληνικό νησί; Δείχνοντας μια μεγάλη σημαία και λέγοντας με νόημα πώς όσοι προσέλθουν πρέπει να είναι «έτοιμοι για όλα»...

Στρατόπεδα-πογκρόμ-εκφασισμός

Τα κατ’ ευφημισμόν hotspot –στρατόπεδα κράτησης– είναι στον πυρήνα της απάντησης του ελληνικού κράτους στις ανάγκες μιας στρατιωτικοποιημένης διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών ως ταξικού εχθρού και αντιπάλου. Εκεί συγκλίνουν όλες οι δυναμικές του ταξικού ανταγωνισμού: το ελληνικό κράτος (και οι διακρατικές διασυνδέσεις του), το τοπικό κράτος και κοινωνίες και, φυσικά, αυτή η δυναμική που σε συνθήκες κρίσης του κράτους και του κεφαλαίου αναδύεται ως η αντεπανάσταση και η αντιεξέγερση επί τω έργω, ως ο αρνητικός κατοπτρισμός των χειραφετητικών δυνατοτήτων του προλεταριάτου: ο φασισμός. Είναι η άμεση ομολογία της εσωτερικοποίησης των μεταναστ(ρι)ών ως αναπόσπαστου κομματιού του ταξικού πολέμου που το ελληνικό κράτος διεξάγει απέναντι σε ένα πολυεθνικό, πλέον, προλεταριάτο.

Οι φασίστες ως δυναμική δεν μπορούν να αναπτυχθούν έξω από τη λογική και το πλαίσιο ασφάλειας και αναφοράς που παρέχουν το κράτος (κεντρικό και τοπικό) και το κεφάλαιο. Οι ελεεινές φασιστοσυνάξεις που εξαπολύουν τα πογκρόμ στα νησιά δεν αποτελούνται από κάποια «εξωπραγματικά» όντα. Είναι ντόπιοι καθημερινοί, από αυτό το διαταξικό μέτωπο των συμμάχων του ελληνικού κράτους και των αφεντικών που συγκροτούν, όπως είπαμε, τον περιβόητο εθνικό κορμό: όσους βλέπουν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, το ελληνικό κράτος και τα αφεντικά ως μοναδικούς εγγυητές σταθερότητας και σανίδες σωτηρίας. Μέσα από αυτόν τον εθνικό κορμό ξεδιπλώνεται, δοθείσης της ευκαιρίας, το φασισταριό.

Η άνοδος των φασιστών ως πολιτικής δύναμης, από το 2008 και το ξέσπασμα της κρίσης και στην Ελλάδα, αντανακλά την ανάδυση ενός διάχυτου εκφασισμού στην ελληνική κοινωνία, μεγάλα κομμάτια της οποίας βρίσκουν στους «ξένους» τους βολικούς φταίχτες της εξαθλίωσής τους, και μάλιστα και στα δυο άκρα της κοινωνικής πυραμίδας: στους «από κάτω» στοχοποιούν τις/ους μετανάστ(ρι)ες, στους «από πάνω» τους Γερμανούς, το ΔΝΤ, τους «τοκογλύφους», την Τρόικα. Και φυσικά επιζητούν τη λύση από το κράτος: στην αριστερή εκδοχή ως «εκδημοκρατισμό», «κάθαρση» και «περιορισμό της ασυδοσίας των τραπεζών», στην (ακρο)δεξιά ως «κρεμάλα στα λαμόγια και τους προδότες της πατρίδας» και διώξιμο των «ξένων». Και στις δυο εκδοχές, όμως, επιζητούν ένα ισχυρό Κράτος που θα αντισταθεί στα «ξένα κέντρα», θα αποκαταστήσει κάτι έστω από τη «χασούρα», σε βάρος των πιο εξαθλιωμένων, και, αν το επιτρέψει η συγκυρία, θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο «επέκτασης».

Μόνο αν δούμε αυτήν τη σύγκλιση αριστερών και (ακρο)δεξιών τάσεων σε έναν ενιαίο εθνικό κορμό, αν κατανοήσουμε ότι πρόκειται, είτε μας αρέσει είτε όχι, για το ίδιο υλικό από το οποίο φτιάχτηκε το «αντιμνημονιακό μέτωπο σωτηρίας και αντίστασης», μπορούμε, άλλωστε, να καταλάβουμε και αυτήν τη φαινομενικά παράδοξη αριστερο-ακροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που έσωσε την παρτίδα για το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο μέσα στην κρίση. Και να δούμε ότι το «μέτωπο» που και σήμερα διαδηλώνει στα νησιά για να μην «αυξηθεί ο ΦΠΑ στο 24%» είναι ένας παραφθαρμένος αντίλαλος αυτής της «ηρωικής» αντιμνημονιακής εποχής.

Το συγκεκριμένο αίτημα αξίζει να σχολιαστεί, καθώς αντανακλά τη σύγκλιση όλων αυτών των αντιδραστικών δυναμικών. Όχι μόνο, λοιπόν, αποτελεί διαχρονική επιλογή του ελληνικού κράτους, του τουριστικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου των τοπικών κοινωνιών (του οποίου την ύπαρξη τείνουμε, γενικά, να ξεχνάμε, παρασυρμένοι ακριβώς από τον «τοπικό» χαρακτήρα του, που εδράζεται στις «άτυπες» και «άμεσες» κοινωνικές σχέσεις που, σε έναν βαθμό, διακρίνουν τις μικροκοινωνίες), αλλά είναι και ένα από τα ελάχιστα σημεία (μαζί με τη φορολόγηση του εφοπλιστικού κεφαλαίου και τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών) στα οποία «παραδόξως» οι «τροϊκανοί κατακτητές» δεν μπόρεσαν να «επιβάλλουν τη θέλησή τους» στο ελληνικό κράτος.

Μήπως γίνεται, τώρα, πιο κατανοητό, γιατί οι φασίστες που εξαπολύουν πογκρόμ ενάντια στους έγκλειστους μετανάστες στη Μόρια, στη Χίο, στην Κω, στη Λέρο συμπορεύονται και συναθροίζονται με «δημοκράτες» και «ανθρωπιστές» δημαρχαίους, λοιπούς «παραγωγικούς» φορείς και «καθωσπρέπει» πολίτες;

 
Πόλεμος-εργασία-μετανάστευση

Τα κράτη δεν επιφυλάσσουν ποτέ «θερμή υποδοχή» στις/ους μετανάστ(ρι)ες γιατί ακριβώς το κύριο μέλημά τους είναι η πειθάρχηση/έλεγχος και η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου. Ιδιαίτερα όταν προέρχεται από συνθήκες οξυμένου ταξικού ανταγωνισμού, κρίσης και εξαθλίωσης. Η διαχείριση των μεταναστ(ρι)ών επιτελείται μέσα από ένα πλέγμα παρανομοποίησης που καθιστά τους μετανάστες «αντικείμενα» μιας κατάστασης «εξαίρεσης», υπό διαρκή αμφισβήτηση ακόμα και της ίδιας της φυσικής τους ύπαρξης.

Στον βαθμό που οι μετανάστ(ρι)ες είναι αξιοποιήσιμες/οι στην παραγωγική μηχανή του κεφαλαίου η παρανομοποίηση –και, εξ αντανακλάσεως, η νομιμοποίησησυνδέεται με την εργασιακή συνθήκη. Αυτή ήταν στην ουσία η πολιτική του ελληνικού κράτους το διάστημα 1990-2010 στο «μεταναστευτικό», όταν οι ανάγκες ενός αναπτυσσόμενου ελληνικού κεφαλαίου οδήγησαν το ελληνικό κράτος στην επιλογή της απορρόφησης ενός κομματιού της κρίσης των πρώην χωρών του «υπαρκτού» για να τη μετατρέψει σε προωθητική δύναμη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και επέκτασής του στην περιοχή, συνδυάζοντας την παρανομοποίηση με την εργασία, όχι αντιφατικά αλλά παραγωγικά, μέσα από το νομοθετικό σχήμα: ένσημα για χορήγηση προσωρινής άδειας παραμονής. Το σχήμα δουλεύει γιατί η νομιμοποίηση ως προϋπόθεση εργασίας εξασφαλίζει ότι η εργατική δύναμη των μεταναστ(ρι)ών θα πουληθεί φτηνότερα (ακριβώς ως «παράνομη»), και αφού μπει, ως τέτοια, στην κυκλοφορία του κεφαλαίου θα επιστρέψει ως «νομιμοποίηση». Χωρίς να λείπει, βέβαια, και η πτυχή της στρατιωτικής διαχείρισης, με τις διαρκείς απελάσεις και επαναπροωθήσεις των Αλβανών, κυρίως, μεταναστών, της πλειοψηφίας των μεταναστών που ήρθαν στην ελληνική επικράτεια εκείνα τα χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, σε αντίθεση με αυτό που διάφοροι «πονηροί» –δεξιά κι αριστερά– λένε, το ελληνικό κράτος είχε και έχει πολύ σοβαρές και συγκεκριμένες πολιτικές για το «μεταναστευτικό».

Η παρανομοποίηση είναι η παραδοχή από τα ίδια τα κράτη ότι η μετανάστευση δεν είναι παρά μια πτυχή του μαινόμενου ταξικού πολέμου. Είναι η αναγνώριση και η επιβολή από τα κράτη μιας συνθήκης πρωταρχικής υποτίμησης, θα λέγαμε, των μεταναστ(ρι)ών (όλες/οι οι μετανάστ(ρι)ες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν ήδη υποτιμημένες/οι στις ίδιες τους τις χώρες) που λειτουργεί αποτελεσματικά ως αρχική συνθήκη της ακόμα μεγαλύτερης υποτίμησής τους εδώ. Σήμερα, γνωρίζοντας, πλέον, τις συνέπειες αυτής της υποτίμησης των μεταναστ(ρι)ών για τη συνολική μας υποτίμηση, μπορούμε να καταλάβουμε αυτό το βασικό: η μετανάστευση και οι μετανάστ(ρι)ες διαχέουν τις συνθήκες του ταξικού ανταγωνισμού και τον ταξικό πόλεμο στα διάφορα κράτη. Η μετανάστευση, ως πτυχή του ταξικού πολέμου, γίνεται πτυχή ενός οιωνεί γενικευμένου διακρατικού πολέμου στον οποίον τα διάφορα κράτη «προέλευσης», «διέλευσης», «προορισμού» κλπ. εμπλέκονται ήδη και το ξέρουν. Και συμμετέχουν μέσω διακρατικών συνθηκών ελέγχου και παρανομοποίησης της μετανάστευσης.

Κάθε στρατόπεδο κράτησης, σε τούτη τη χώρα και παντού, είναι η πιο δυνατή έκφραση αυτής της διάχυσης του ταξικού πολέμου στα διάφορα κράτη. Είναι μια χωροχρονική σήραγγα που συνδέει ορατά –μέσα από τις κακόφημες μεταναστευτικές «ροές»– το εδώ και το εκεί του ταξικού πολέμου και στη χρονικότητά του. Καθώς οι μετανάστ(ρι)ες διαπερνούν με κίνδυνο της ζωής τους τα σύνορα, «κουβαλάνε» μαζί τους τον ταξικό ανταγωνισμό, ξεσκεπάζουν την ίδια τη φύση του σύγχρονου διακρατικού πολέμου ως έκφανσης της βαθύτερης πραγματικότητας του ταξικού πολέμου μαζί με τη συνθήκη ενός πραγματικά παγκοσμιοποιημένου προλεταριάτου, όχι απαραίτητα «παραγωγικού» (καθώς η εργασία ως προλεταριάτο δεν κυκλοφορεί μόνο «παραγωγικά» αλλά και ως πλεονάζων πληθυσμός, πληθυσμός που το κεφάλαιο δεν μπορεί και δεν θέλει να αξιοποιήσει). Όλα αυτά κάνουν τις/ους μετανάστ(ρι)ες πρόβλημα και παράγοντα αποσταθεροποίησης. Μια αποσταθεροποίηση την οποία το ελληνικό κράτος είδε έντρομο στα σπασίματα και τις απαλλοτριώσεις, από ένα πολυεθνικό προλεταριάτο, στο κέντρο της Αθήνας, τον Δεκέμβρη του 2008. Έκτοτε, θα εντείνει την κατασταλτική διαχείριση χωρίς προηγούμενο, αρχικά με τα καθημερινά πογκρόμ στον Άγιο Παντελεήμονα, και αργότερα με τις επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» και τις «Αμυγδαλέζες», υλοποιώντας την ιδέα για τα κέντρα κράτησης (και το 2014, ενδεικτικό της έντασης της παρανομοποίησης, αποσυνδέει σε μεγάλο βαθμό και για πρώτη φορά την ανανέωση των αδειών διαμονής από την επίδειξη συγκεκριμένου αριθμού ενσήμων).



Διακρατικός πόλεμος – πολεμική προετοιμασία
 
Με τη διαρκή «ένταση» στο Αιγαίο, την Κύπρο και τις ΑΟΖ, το ελληνικό προλεταριάτο βρίσκεται μπροστά στον πειρασμό να συστρατευθεί και πάλι με το κράτος «του» ενάντια στους εχθρούς του «έθνους». Η ρητορική του ελληνικού κράτους τείνει να μας παγιδέψει στο εναγώνιο ερώτημα «πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας», λες και πρόκειται για «ασκήσεις επί χάρτου», για «σενάρια» που οι «πιθανότητές» τους καθορίζονται από «περίπλοκα» και «απροσπέλαστα», για το «κοινό» προλεταριακό μυαλό, δεδομένα.

Εμείς λέμε ότι δεν πρόκειται καθόλου για μυστηριώδη πράγματα. Για να τα δούμε, όμως, πρέπει να καθαρίσουμε τα «ταξικά γυαλιά» μας, κι αυτό απαιτεί κάτι παραπάνω από «ιδεολογική» δουλειά. Απαιτεί να νιώσουμε στο πετσί μας την αλήθεια που συγκαλύπτει η απειλή του διακρατικού πολέμου: δηλαδή ότι αυτός δεν μπορεί να είναι παρά ένα «σημείο έκρηξης» του αδυσώπητου και αδιάκοπου πολέμου που οι πραγματικοί μας εχθροί, το ελληνικό κράτος και το κεφάλαιο, διεξάγουν εναντίον μας.

Δεν έχουμε να κάνουμε με πιθανότητες, αλλά με τις στυγνές, υλικές πραγματικότητες αυτής της πεισματάρικης κινητήριας δύναμης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, της ταξικής πάλης. Το πέρασμα σ’ έναν διακρατικό πόλεμο σημαίνει ουσιαστικά ότι ο ταξικός ανταγωνισμός έχει παροξυνθεί στο επίπεδο μιας κρίσης αναπαραγωγής της ίδιας της κοινωνίας. Σημαίνει, επίσης, ότι σ’ αυτόν τον ταξικό ανταγωνισμό, το προλεταριάτο, ουσιαστικά ηττημένο, συστρατεύεται με το κράτος του σε μια εθνική ενότητα που είναι πλέον ετοιμοπόλεμη, δηλαδή έτοιμη να ξεπεράσει την κρίση της «εξάγοντάς» την και «διαπλέκοντάς» την με αυτήν άλλων ανταγωνιστικών εθνικών ζωνών συσσώρευσης.

Και οι δυο αυτές συνθήκες κάπως ικανοποιούνται στην παρούσα συγκυρία. Ο πειρασμός για το ελληνικό προλεταριάτο να μπει στον εθνικό κορμό δεν είναι απλά ιδεολογικός, έχει γερές υλικές βάσεις: αφενός είναι στα χάλια του, και με την πλάτη στον τοίχο, από την ανηλεή υποτίμησή του. Αφετέρου, όντας οργανικό κομμάτι μιας συγκεκριμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, εξακολουθεί να βλέπει στο ελληνικό κράτος και κεφάλαιο, ιδιαίτερα από το ξέσπασμα της κρίσης το 2010 και μετά, τα στηρίγματα, τη σωσίβια λέμβο που θα το βγάλει από τις «ξέρες», ώστε να μπορέσει να «ρεφάρει». Επιπλέον έχει κάνει καθοριστικά βήματα στην κατασκευή αυτής της ετοιμοπόλεμης εθνικής ενότητας με τη θέλησή του για ένα ισχυρό ελληνικό κράτος που, παλιότερα, θα μπορούσε να αντισταθεί στις «μνημονιακές επιταγές», να διαπραγματευθεί με εθνική αξιοπρέπεια με τους εταίρους-δανειστές, και τώρα, με το «ξεπέρασμα» της κρίσης, να διαγράψει μια καινούρια περίοδο εθνικής ανάτασης. Σε κάθε περίπτωση, είναι η θέληση γι’ αυτό το ισχυρό κράτος, που θα μπορέσει να εγγυηθεί την επιβίωσή μας, πατώντας στα πιο υποτιμημένα και εξαθλιωμένα κομμάτια του προλεταριάτου, τις/ους μετανάστ(ρι)ες, που παράγει και διαχέει τον εκφασισμό σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, και όλο και πιο απενoχοποιημένα.

Στην πραγματικότητα, επειδή η απαραίτητη προϋπόθεση και το αληθινό όπλο για το πέρασμα σε έναν διακρατικό πόλεμο είναι αυτή η ετοιμοπόλεμη εθνική ενότητα, κι επειδή αυτή δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς το ελληνικό προλεταριάτο (απλά και μόνο γιατί το προλεταριάτο είναι πάντα η πλειοψηφία της κοινωνίας), θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τη θλιβερή παραδοχή ότι είμαστε μέρος της ίδιας της μακροχρόνιας πολεμικής προετοιμασίας του ελληνικού κράτους, που δεν είναι τόσο οι εξοπλισμοί, τα F-16, οι φρεγάτες και ο Καμμένος με τις στολές, αλλά η διαρκής προσπάθεια κράτους και κεφαλαίου για την πειθάρχηση και τη στοίχιση του προλεταριάτου σ’ αυτήν. Συμμετέχουμε σ’ αυτήν μέσα από τη ραγδαία υποτίμηση και εξαθλίωσή μας, και την αποδοχή τους.

Και είναι μακροχρόνια η πολεμική προετοιμασία του ελληνικού κράτους γιατί, αν εννοείται ως όξυνση της επίθεσης στο προλεταριάτο γενικά και όχι μόνο στο ελληνικό κομμάτι του, είναι όντως σε εξέλιξη δεκαετίες τώρα! «Απλά» η υποτίμηση, τότε, δεν αφορούσε άμεσα την πλειοψηφία μας αλλά εκείνα τα «αόρατα» κομμάτια του προλεταριάτου, τις/ους μετανάστ(ρι)ες. Ακόμα και σήμερα, δεν βλέπουμε ότι το στοίβαγμα των μεταναστ(ρι)ών στα στρατόπεδα κράτησης των ελληνικών νησιών είναι η ανατριχιαστική προειδοποίηση πως η επίθεση ενάντια στην τάξη μας, δηλαδή η πολεμική προετοιμασία του ελληνικού κράτους, έχει προχωρήσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα και ότι έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε.



Προκλήσεις και δυνατότητες στον ορίζοντα

Δεν αρκεί όμως να ανησυχούμε, επειδή ακριβώς τα πράγματα είναι από κάθε άποψη δύσκολα. Αν θέλουμε να απεμπλακούμε από την «πολεμολαγνεία» που το ελληνικό κράτος καλλιεργεί συστηματικά στο πλαίσιο συγκρότησης της εθνικής ενότητας, για να μπορέσει να περάσει από τον ταξικό πόλεμο, στο εσωτερικό του, σε έναν διακρατικό, που θα του ανοίξει, όπως θεωρεί, καινούριες προοπτικές καταστολής και εκμετάλλευσής μας. Αν θέλουμε να στήσουμε αποτελεσματικά αναχώματα στη συνεχιζόμενη διαδικασία εκφασισμού, τότε πρέπει να αναπτύξουμε μια ταξική καχυποψία απέναντι στο ελληνικό κράτος και κεφάλαιο και να αρνηθούμε την προοπτική μιας ακόμα σύμπλευσης μαζί τους, όπως συνέβη την περίοδο μετά το 2010. Αυτό όμως απαιτεί να δούμε τον πραγματικό χαρακτήρα του ανηλεούς πολέμου που διεξάγουν διαχρονικά εναντίον μας αλλά και τις ιδιαιτερότητές του στην τωρινή συγκυρία· ενός πολέμου όχι απλά υποτίμησης αλλά κοινωνικής περιθωριοποίησης και εξόντωσης.

Αν οι διακρατικοί πόλεμοι είναι ένα σημείο «έκρηξης» της ταξικής πάλης, τότε ο πόλεμος ενάντια στον πόλεμο δεν μπορεί να είναι ένας «αγώνας για την ειρήνη», αλλά ένας πόλεμος ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο με τον πιο ριζικό τρόπο, ένας πόλεμος ενάντια στην ίδια τη λήθη της ταξικής πάλης.

Αν δεν αρκεί να μιλάμε για το κράτος και τον πόλεμο γενικά και αφηρημένα, τότε και για τον φασισμό και τον αντιφασισμό πρέπει να μιλάμε συγκεκριμένα. Οι φασίστες είναι εχθροί μας στον ταξικό ανταγωνισμό, δρουν ενάντια στο προλεταριάτο και τη χειραφέτησή του. Συνεπώς, ο αντιφασιστικός αγώνας δεν μπορεί να είναι ένας αγώνας ενάντια στους «νοσταλγούς» του ναζισμού ή ένας αγώνας για τον «εκδημοκρατισμό» της «κοινωνίας των πολιτών». Είναι πόλεμος ενάντια στον εκφασισμό και τους φασίστες ως κοινωνικής δυναμικής, άρα ο ίδιος ο πόλεμος ενάντια στο ελληνικό κράτος και το κεφάλαιο.

Το ελληνικό προλεταριάτο, ασυνείδητα έστω, ίσως ξέρει ποιοι το εξαθλιώνουν και το υποτιμούν. Απέχει όμως πολύ από το να τους δει ως αντιπάλους γιατί ακριβώς ορίζεται από την αναπαραγωγή του ως ελληνικό προλεταριάτο, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πιστεύει ακόμα πως χωρά σε ένα καινούριο κοινωνικό συμβόλαιο. Έχοντας συνηθίσει να είναι «κοινωνικός εταίρος» για δεκαετίες, δεν βλέπει την κοινή του πραγματικότητα με τα πολυεθνικά κομμάτια της τάξης του, βλέπει κυρίως τις διαφορές.

Και αυτό γιατί οι μετανάστ(ρι)ες είναι μια ζοφερή εικόνα από το μέλλον μας συνολικά ως τάξης που θέλουμε να απωθούμε. Προσπαθούν (ακόμα και με την ίδια την αντικειμενική τους κατάσταση) να μας πουν ότι δεν πρόκειται να τη σκαπουλάρουμε εις βάρος τους και εις βάρος των πιο αδύναμων, γαντζωμένοι στα προνόμια της ελληνικής μας ταυτότητας· κι εν πάσει περιπτώσει, αν τα καταφέρουν κάποιοι, δεν θα είναι οι πολλοί και οι πολλές. Ότι απέναντι σ’ αυτόν τον πόλεμο εμείς δεν αρκεί να αρθρώσουμε απλά αντιστάσεις, αλλά τη συλλογική μας συγκρότηση ως πολυεθνικό προλεταριάτο. Ότι πρέπει να δούμε κατάματα τις διαιρέσεις εντός μας αν θέλουμε να τις ξεπεράσουμε. Κι ότι αυτό το ξεπέρασμα δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί δεν είναι μια κατά φαντασίαν ενότητα που μπορεί να μας κάνει πραγματικό αντίπαλο για το κράτος και το κεφάλαιο. Προσπαθούν να μας πουν, μαζί με άλλα υποτιμημένα και εξαθλιωμένα κομμάτια της τάξης μας, ότι μια τέτοια ενότητα μπορεί να συγκροτηθεί μόνο πάνω στις σκληρές υλικές συνθήκες κοινών αγώνων και άμεσων σχέσεων. Πρέπει να τις/ους ακούσουμε.

 
Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Βύρωνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου