
Το κείμενο που ακολουθεί κυκλοφόρησε στις 15 Σεπτέμβριου από τη σύμπραξη αυτόνομων αντιφασιστικών και κομμουνιστικών ομάδων στη Γερμανία και στην Αυστρία "…ums Ganze" (περί του όλου). Νομίζουμε ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θέση των εκεί συντροφισσών και συντρόφων για όσα διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες κατά την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών να αναχαιτίσουν, στο μέτρο που κάτι τέτοιο είναι πράγματι εφικτό, και να διαχειριστούν αυτό που οι γραφειοκρατίες τους αποκαλούν «προσφυγικές ροές» (υποδηλώνοντας έτσι ότι πρόκειται για ανθρώπους-αντικείμενα, για δυνάμεις εξωγενείς όπως τα παλιρροϊκά κύματα, για αναλώσιμα όντα). Δεδομένου του αντιγερμανισμού που εμφανίστηκε εδώ και κάποια χρόνια ως δεσπόζουσα πολιτική στάση σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος στην ελλάδα, υπάρχει ο κίνδυνος το παρακάτω κείμενο να διαβαστεί εσφαλμένα ως κείμενο που δεν αφορά το ελληνικό κράτος, μιας και το τελευταίο υπολείπεται σε ισχύ του αντίστοιχου γερμανικού. Μια σωστή ανάγνωση, ωστόσο, θα οδηγούσε στο αντίθετο συμπέρασμα: είτε στη Γερμανία είτε στην Ελλάδα, ο πόλεμος των συνόρων έχει τα ίδια επίδικα και τον ίδιο χαρακτήρα, αφού και εκεί και εδώ αυτό που διακυβεύεται είναι η παραγωγή ενός απαξιωμένου και ελεγχόμενου πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσα από την οχύρωση των συνόρων, την επιλεκτική αποδοχή ενός τμήματος μεταναστών ως αξιοποιήσιμου εργατικού δυναμικού, τη συνολική υποτίμηση της εργασίας, και την εμπέδωση ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως κανονικού πολιτικού πλαισίου για το πολυεθνικό προλεταριάτο που ζει στην Eυρώπη.
Η αλληλεγγύη πρέπει να πολιτικοποιηθεί
Στους δρόμους της Φρανκφούρτης, της Κολωνίας και παντού.
Καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι φτάνουν στη Γερμανία – σε πείσμα της Frontex, των στρατιωτικοποιημένων συνόρων και της αυστηρότερης νομοθεσίας για την παροχή ασύλου. Αυτό είναι κάτι που, πάνω από όλα, πρέπει να μας χαροποιεί. Ένα δεύτερο καλό νέο: τη στιγμή που μιλάμε, είναι απροσδόκητα μεγάλος σε αυτήν τη χώρα ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχουν ενεργά σε δράσεις αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Μήπως, λοιπόν, μας έμελλε φέτος να ζήσουμε άλλο ένα «καλοκαιρινό παραμύθι» [1];