Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Η κάμερα στο γκέτο


(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε εδώ)


Η κάμερα στο γκέτο: 
 Ένα προπαγανδιστικό ναζιστικό ντοκιμαντέρ ως αφορμή για να μιλήσουμε ανοιχτά για ένα απ’ τα πυκνότερα σκοτάδια του παρόντος


Ναζί εθνολόγοι με επαγγελματική συνείδηση

Η ταινία Ο Αιώνιος Εβραίος (Der ewige Jude) είναι ένα προπαγανδιστικό αντισημιτικό φιλμ του προβλήθηκε το 1940 στις κινηματογραφικές αίθουσες της ναζιστικής Γερμανίας. Η πρεμιέρα του έγινε στις 28 Νοεμβρίου του 1940 στο UFA-Palast am Zoo του Βερολίνου, χωρητικότητας 2.314 θέσεων. Από τις 1.084 ταινίες που συνολικά παρήγαγε, την περίοδο 1933-1945, η ελεγχόμενη από τους Ναζί γερμανική βιομηχανία κινηματογράφου, είναι μία από τις 3 ανοιχτά αντισημιτικού περιεχομένου, και η μονή που προαναγγέλλει σχεδόν ευθέως τη γενοκτονία των Εβραίων. Πριν πέσει η αυλαία με ορισμένες εικόνες εύρωστων «Άριων» αντλημένες από τον Θρίαμβο της Θέλησης (Triumph des Willens, 1935) της Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), παρεμβάλλεται ένα απόσπασμα από μια ομιλία του Χίτλερ στο Ράιχσταγκ [1], όπου διευκρινίζεται πως «αν οι διεθνείς Εβραίοι τραπεζίτες εντός κι εκτός Ευρώπης καταφέρουν να βυθίσουν τα έθνη για άλλη μια φορά σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, το αποτέλεσμα δε θα είναι [η μπολσεβικοποίηση του πλανήτη, κι άρα] η νίκη των Εβραίων, αλλά η εξολόθρευση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη» [2]. Η τελική μορφή της προέκυψε μετά από πολλή περίσκεψη και εξονυχιστικές συζητήσεις, με πιο αξιοσημείωτη εκείνη που έγινε μετά την προβολή μιας δοκιμαστικής εκδοχής της, στις 2 Μαρτίου του 1940, σε έναν στενό κύκλο 120 κομματικών στελεχών, καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών, για να συμβάλουν κι αυτοί με τα σχόλια τους στην ολοκλήρωσή της [3].

Ως σκηνοθέτης υπέγραφε ο Φριτζ Χίπλερ (Fritz Hippler), ως σεναριογράφος ο Έμπερχαρντ Τόιμπερτ (Eberhard Taubert), ενώ αφηγητής ήταν ο ηθοποιός κι εκφωνητής κινηματογραφικών επίκαιρων Χάρι Γκίζε (Harry Giese). Όπως πολλοί άλλοι συνεργοί στην εξόντωση των Εβραίων, που ξεκίνησε ένα μόλις χρόνο αργότερα, και οι τρεις αυτοί συντελεστές της ταινίας μετά την πτώση του ναζισμού ισχυρίστηκαν ότι απλά έκαναν τη δουλειά τους. Κανείς τους δεν πλήρωσε το τίμημα των πράξεών του. Ούτε έδειξε κάποιου είδους μεταμέλεια. Ο Χίπλερ, αξιωματικός ο ίδιος των Ες-Ες και επικεφαλής του τμήματος κινηματογράφου του ναζιστικού υπουργείου προπαγάνδας, μετά τον πόλεμο, αφού πρώτα πέρασε τρία χρόνια ως «αιχμάλωτος πολέμου» από τις δυτικές συμμαχικές δυνάμεις, προσλήφθηκε από τον στρατό των Η.Π.Α. ως μεταφραστής. Το 1951 πέρασε από δίκη, κρίθηκε αθώος, λόγω αμφιβολιών, για την εμπλοκή του στα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά καταδικάστηκε σε 2 χρόνια κάθειρξη (που δεν εξέτισε, μιας και είχε πριν κρατηθεί ως αιχμάλωτος) και χρηματικό πρόστιμο 5.000 μάρκων για το στρατιωτικό αξίωμα που κατείχε ως μέλος των Ες-Ες. Τις επόμενες δεκαετίες συνέχισε, με ψευδώνυμο, να εργάζεται ως κινηματογραφιστής, εξέδωσε κάμποσα δικά του βιβλία και αρθρογραφούσε, ως κριτικός κινηματογράφου και τηλεόρασης, στον τύπο της γερμανικής άκρας δεξιάς [4]. Ο περίφημος για την αντικομμουνιστική του δεινότητα Τόιμπερτ αξιοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή από τις βρετανικές και βορειο-αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες ήδη από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Πρωταγωνίστησε στην οργάνωση μιας, υποστηριζόμενης από τις αρχές της νεοσύστατης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μακρόπνοης προπαγανδιστικής καμπάνιας ενάντια στην «κομμουνιστική απειλή», ενώ κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 εργάστηκε ως σύμβουλος του στρατού της ΟΔΓ και του ΝΑΤΟ στον τομέα του ψυχολογικού πολέμου [5]. Διετέλεσε, τέλος, νομικός σύμβουλος του Φριτζ Ρις (Fritz Ries), ενός καπιταλιστή με πολλά χρήματα και μεγάλη επιρροή, ο οποίος πλούτισε απομυζώντας κάμποσες χιλιάδες υποδουλωμένους Εβραίους και Πολωνούς εργάτες (στην πλειοψηφία τους γυναίκες) σε εργοστάσια παραγωγής ελαστικών στο Λοτζ, για ένα διάστημα στο ίδιο το Άουσβιτς, εξασφαλίζοντας τον αναγκαίο μηχανολογικό εξοπλισμό μέσω της αρπαγής περιουσιών από ήδη δολοφονημένους Εβραίους, αλλά και 19 χιλιόμετρα πιο πέρα, στην πόλη Τρζεμπίνια (Trzebinia), όπου η αποτυχία ανταπόκρισης στα πλάνα παραγωγής τιμωρούνταν με άμεση μεταφορά στους θάλαμους αερίων, για να γίνει αργότερα πάτρωνας του γνωστού δυτικογερμανού πολιτικού Χέλμουτ Κολ [6]. Όσο για τον αφηγητή Γκίζε, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν ήταν μέλος του κόμματος των Ναζί, δε χρειάστηκε καν να περάσει από μια διαδικασία «αποναζιστικοποίησης» για να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του. Η μόνη αξιοσημείωτη επαγγελματική δυσκολία του μεταπολεμικά ήταν ότι έπρεπε να υπομείνει μια κάποια ανωνυμία, στους τίτλους τέλους, αφού το όνομά του είχε ταυτιστεί με τη φωνή των ναζιστικών προπαγανδιστικών επίκαιρων. Ειρωνικά, το 1949, στη γερμανική εκδοχή του σοβιετικού φιλμ Συνάντηση στον Έλβα (Begegnung an der Elbe), που περιγράφει πώς επιτεύχθηκε η θριαμβευτική συνάντηση του Κόκκινου Στρατού, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, καθώς προέλαυνε από τα ανατολικά, με τα συμμαχικά στρατεύματα, τα οποία προσέγγιζαν το Βερολίνο από τη Δύση, ο Γκίζε θα έχει την ευθύνη του συγχρονισμού ήχου-εικόνας [7].

Πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματα όλων αυτών των ευσυνείδητων συναδέλφων ή συνενόχων των δήμιων των Ες-Ες και της Βέρμαχτ [8], για τους ίδιους λόγους που πρέπει να θυμόμαστε κάθε μία από τις λεπτομέρειες που συνθέτουν αυτόν τον, ως τότε αδιανόητο και ακόμα ασύλληπτο ως προς τις πραγματικές του διαστάσεις, πίνακα της κόλασης επί της γης που ήταν η Σοά [9]. Έχει, όμως, οπωσδήποτε την ιδιαίτερη σημασία του και το γεγονός ότι Ο Αιώνιος Εβραίος ήταν κυρίως αποκύημα της εξαιρετικά επινοητικής, ιδίως όσον αφορά την καλλιέργεια απο-ενοχοποιημένου μίσους, φαντασίας του υπουργού προπαγάνδας των Ναζί, Γιόζεφ Γκέμπελς. Δοκιμαστικές εκδοχές της ταινίας, επίσης, είχε δει και ο ίδιος ο Χίτλερ, βάζοντας άμεσα το δικό του, ασφαλώς βαρύτερο από κάθε τι άλλο, λιθαράκι στο τελικό αποτέλεσμα [10].
 
Fritz Hippler

Υπό τη μορφή ενός ντοκιμαντέρ, Ο Αιώνιος Εβραίος ήταν μια τεχνικά αρκετά εκλεπτυσμένη για την εποχή της παραγωγή, όπου συνδυάζονται οι πρωτότυπες λήψεις με αποσπάσματα από προγενέστερες κινηματογραφικές ταινίες, επίκαιρα ή ντοκιμαντέρ, καθώς και με εμβόλιμες φευγαλέες εικόνες, χάρτες, διαγράμματα και στατιστικά γραφήματα. Αποτέλεσε συνέχεια της ομώνυμης εικαστικής έκθεσης που το ναζιστικό υπουργείο προπαγάνδας είχε οργανώσει το 1937 στο Μόναχο, εκδίδοντας και ένα αντίστοιχο βιβλίο με φωτογραφικό υλικό, αλλά και τη ναζιστική απάντηση σε μια άλλη, βρετανική ταινία, με τον ίδιο τίτλο (The Eternal Jew), η οποία είχε γυριστεί το 1934, από τον Μόρις Έλβεϊ (Maurice Elvey). Η τελευταία ήταν μια κινηματογραφική μεταφορά του υστερομεσαιωνικού θρύλου του «περιπλανώμενου Ιουδαίου», που έχοντας περιπαίξει τον Ιησού την ώρα της σταύρωσης καταδικάστηκε να περιφέρεται ανά τη γη, χωρίς ελπίδα, χωρίς ανάπαυση και χωρίς να βρίσκει πουθενά ένα φιλόξενο καταφύγιο, ως τη Δευτέρα Παρουσία. Αντί, όμως, να ανακυκλώνει τα αφηγήματα του φολκλόρ αντισημιτισμού, έστρεφε την προσοχή των θεατών στις άδικες διώξεις που είχαν υποστεί οι εβραϊκές κοινότητες ανά την Ευρώπη: στο τέλος, ο περιπλανώμενος Ιουδαίος καίγεται στην πυρά, θύμα της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, ενός ιστορικού εκκλησιαστικού θεσμού που συμβολικά παραπέμπει σε κάποιες από τις μελανότερες σελίδες της χριστιανικής θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. 

Στη γερμανική κινηματογραφική εκδοχή του ίδιου μύθου, το πρόσημο είναι αντίθετο, και οι εμφάσεις εντελώς διαφορετικές. Εδώ, το στοιχείο της αιωνιότητας δεν έχει να κάνει με τη διάρκεια μιας καταδίκης ή κατάρας. Ο Εβραίος δεν είναι αιώνια περιπλανώμενος. Το επίθετο «αιώνιος» έχει την έννοια εκείνου που παραμένει αμετάβλητο στο χρόνο, που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να αναιρεθεί, γιατί το ζήτημα είναι να επισημανθούν ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά που έχουν οι Εβραίοι ως τύποι ανθρώπων, ή ακριβέστερα ως «υπάνθρωποι», λιγότερο άνθρωποι, ή ακόμα, όπως η ίδια η ταινία θέλει να πείσει το γερμανικό κοινό, παρασιτικά υποδεέστερα όντα, απειλητικά για την υγιή ανθρωπότητα, τα οποία μεταμφιέζονται σε ανθρώπους.

Ήδη από την αρχή, η φωνή του αφηγητή ξεκαθαρίζει ότι οι εικόνες που θα ακολουθήσουν έχουν ληφθεί από τις αληθινές εστίες των Εβραίων, όπου ζουν όπως αρμόζει στη φύση τους, χωρίς να υποδύονται τους «πολιτισμένους», καταπώς κάνουν όταν διεισδύουν σε κοινωνίες όπως η γερμανική, αποκρύβοντας έτσι το πραγματικό τους πρόσωπο: τα «γκέτο της Ανατολής». Αυτό που ωστόσο αποσιωπάται είναι ότι τα εν λόγω γκέτο, που είναι εκείνα της Βαρσοβίας, του Λοτζ, του Λιούμπλιν και της Κρακοβίας, ήταν έργο ναζιστικής έμπνευσης, το οποίο είχε αρχίσει να σχεδιάζεται ήδη από το φθινόπωρο του 1939, σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή της Βέρμαχτ στην Πολωνία, υπό τη διοικητική ευθύνη της «Γενικής Κυβέρνησης», όπως ονομαζόταν η κατοχική ναζιστική κυβέρνηση (στην περίπτωση του Λοτζ υπό την ευθύνη της ίδιας της κυβέρνησης του Τρίτου Ράιχ). Στην αρχή, η ιδέα ήταν να συγκεντρωθεί ο εβραϊκός πληθυσμός σε οριοθετημένους χώρους για να μπορεί, λίγο αργότερα, να εκτοπιστεί μαζικά και συντεταγμένα. Κατά τη διετία 1940-1941, όταν τα πολωνικά γκέτο είχαν πια στηθεί ως απομονωμένες νησίδες ειδικής μεταχείρισης για τους Εβραίους, υπήρξε δίλημμα ανάμεσα στην προοπτική να γίνουν χώροι σταδιακής πληθυσμιακής απομείωσης μέσω ενός εσκεμμένου υποσιτισμού και στην προοπτική να χρησιμοποιηθούν κυρίως ως παραγωγικές μονάδες καταναγκαστικής εργασίας. Τελικά, την άνοιξη του 1942, κάθε δίλημμα των Ναζί βρήκε την απάντησή του, όταν ξεκίνησαν οι μεταφορές των συγκεντρωμένων Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου. Οι πύλες στο γκέτο του Λοτζ έκλεισαν επίσημα, με την ποινή του θανάτου να επιβάλλεται επί τόπου σε όποιον Εβραίο συλλαμβανόταν εκτός των τειχών, στις 30 Απριλίου του 1940. Στο γκέτο της Βαρσοβίας, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στα γκέτο της Κρακοβίας και του Λιούμπλιν, την άνοιξη του 1941 [11]. Πριν από την γερμανική κατάκτηση σε αυτές τις πόλεις υπήρχαν εβραϊκές συνοικίες: περιοχές όπου πολλοί Εβραίοι συνήθιζαν να διαμένουν, επιλέγοντας το πού και το πώς. Αμέσως μετά, μέσω αλλεπάλληλων διαταγμάτων, υπήρχαν ειδικοί περιορισμοί, κατασχέσεις περιουσιών, καταναγκαστική εργασία (στη Βαρσοβία το σχετικό διάταγμα, για όλους τους άρρενες Εβραίους ηλικίας από 12 ως 60 ετών, είχε εκδοθεί ήδη από τις 26 Οκτωβρίου του 1939) και μέχρι την άνοιξη του 1941 γκέτο: κλειστές περιτειχισμένες περιοχές στις οποίες κάθε Εβραίος ήταν υποχρεωμένος να διαμένει, χωρίς να μπορεί να επιλέξει τίποτα άλλο πέρα από το πώς θα διαχειριστεί τις συνθήκες της κρατικά επιβεβλημένης εξαθλίωσής του.


Χώροι εγκλεισμού, υποδούλωσης, εντατικής καταναγκαστικής εργασίας, καθημερινής τρομοκρατίας, τακτικών εκτελέσεων, ταπεινώσεων, σεξουαλικών κακοποιήσεων και βιασμών [12], στέρησης όλων των αναγνωρισμένων, όχι μόνο για τους Γερμανούς αλλά και για τους μη-Εβραίους Πολωνούς, δικαιωμάτων, χώροι, με δυο λέξεις, ολοκληρωτικής κυριαρχίας, τα πολωνικά γκέτο, στην ταινία του Γκέμπελς και του Χίπλερ, η οποία γυρίστηκε ενώ η διαδικασία συγκρότησής τους ήταν εν εξελίξει, παρουσιάζονται ως πεδία ελεύθερης, και δη ανυπόκριτης, διαβίωσης των Εβραίων, όπου άφοβα εκδηλώνονται όλες οι φυσικές τους προδιαθέσεις. Ο ναζιστικός φακός διεκδικεί τον ρόλο του εθνολόγου: παρατηρεί και εκθέτει τις «αληθινές» συνήθειες των Άλλων, των «ξένων» που εντός ολίγου θα ξεμπροστιαστούν ως φυλετικοί εχθροί, σε ένα περιβάλλον που ο Ναζί αφηγητής μας διαβεβαιώνει ότι είναι ο πραγματικός βιότοπός τους. Κάπως έτσι, οι άνθρωποι που πουλάνε ό,τι έχουν και δεν έχουν για να βγάλουν την επόμενη μέρα, γιατί τους απαγορεύεται να ασκήσουν το επάγγελμα που ασκούσαν πριν από τη ναζιστική κατοχή ή γιατί μπορούν να εργαστούν μονάχα υπό συνθήκες κυριολεκτικά δουλείας, εικονογραφούνται ως αδίστακτοι έμποροι. Οι άνθρωποι που καταδικάστηκαν να ζουν υπό ασφυκτικούς περιορισμούς και στοιβαγμένοι σε χώρους που δεν πληρούν τους στοιχειώδεις όρους υγιεινής στιγματίζονται ως φορείς επιδημιών, εκ φύσεως ρυπαρά, απολίτιστα, και μη επιδεχόμενα εκπολιτισμού, όντα.


Φωτογραφία από το γκέτο του Λοτζ. Η πινακίδα γράφει: "Περιοχή όπου κατοικούν οι Εβραίοι. Απαγορεύεται η είσοδος".

Η φυσικοποίηση της καθυπόταξης 

Οι συνθήκες τις οποίες οι Ναζί επέβαλλαν στους Εβραίους μετατρέπονται, μέσω της μαγείας του φακού, σε συνθήκες όπου οι Εβραίοι ζουν σύμφωνα με την ιδιαίτερη βιολογική τους ταυτότητα, αλλά και αναπτύσσονται επιθετικά προς τα έξω, παρακινούμενοι από τις ιδιαίτερες, έμφυτες φιλοδοξίες τους για απομύζηση των άλλων φυλών, και ιδίως της ανώτερης, εκείνης των «Άριων». Τα γκέτο, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρομοιάζονται με «φωλιές» όπου εκκολάπτονται αυτά τα παρασιτικά όντα και, ακόμα χειρότερα, συνωμοτούν οργανώνοντας την εξάπλωσή τους στις περιοχές των υγιέστερων και ευγενέστερων φυλετικά ανθρώπων, των βόρειων «Άριων» Ευρωπαίων. Αφού ξυρίσει τη γενειάδα του και αλλάξει φορεσιά, ο άθλιος Εβραίος του «ανατολικού γκέτο», φτάνοντας στην «πολιτισμένη Ευρώπη», μπορεί επιδέξια να ξεγελάσει τους αφελείς «Άριους», να εκμεταλλευτεί την καλοπιστία τους και να σκαρφαλώσει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, να γίνει ένας μεγιστάνας, όπως τα μέλη της οικογένειας Ρότσιλντ, ένας μεγάλου κύρους επιστήμονας όπως ο Αϊνστάιν, ένας σταρ του κινηματογράφου, όπως ο Τσάπλιν (που στην ταινία καταγράφεται κι αυτός ως Εβραίος … ίσως λόγω του γεγονότος ότι στην ταινία Ο Μεγάλος ΔικτάτωρThe Great Dictator – που προβλήθηκε την ίδια χρονιά, υποδύεται έναν Εβραίο κουρέα [13]).

Είτε βγάζοντας χρήμα, είτε αναπτύσσοντας «δυσκολονόητες θεωρίες», είτε μεσουρανώντας στο Χόλυγουντ, ο Εβραίος, όμως, είναι «αιώνιος». Παραμένει το ίδιο ον που ήταν και πριν μεταμφιεστεί σε κανονικό άνθρωπο, ένα ξένο σώμα στην υγιή «λαϊκή κοινότητα», την οποία χρησιμοποιεί μονάχα ως μέσο ανέλιξης και εργαλείο απόκτησης ισχύος, ένας υπάνθρωπος που σφετερίζεται τους οικονομικούς και πολιτισμικούς πόρους που οι κανονικοί άνθρωποι έχουν συγκεντρώσει με την έντιμη εργασία τους, και οδηγεί τις κοινωνίες τους σε παρακμή. Με τρόπο ομολογουμένως αριστοτεχνικό, προς το τέλος της ταινίας, λίγο πριν δοθεί ο λόγος στον Fuhrer, ώστε εν είδει κατακλείδας να πληροφορηθεί το κοινό ότι δεν απομένει άλλη λύση από την εξολόθρευση, εισάγεται μια σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται μια τελετουργική σφαγή αγελάδας, κατά το εβραϊκό θρησκευτικό τυπικό. Η ωμότητα της καταγραφής μεταβιβάζει άμεσα το μήνυμα ότι η απειλή που οι Εβραίοι ενσαρκώνουν πρέπει να αντιμετωπιστεί ταχύτατα και με την απαραίτητη σκληρότητα: είναι παράσιτα, υπάνθρωποι, βάρβαροι, εθισμένοι να χύνουν τελετουργικά αίμα, κάτι χειρότερο από «μη-αξιοβίωτες ζωές» (όπως οι Ναζί είχαν ήδη ισχυριστεί για τους διανοητικά ασθενείς) – είναι υπάρξεις που τους αξίζει να αφανιστούν.

Στην ταινία του Γκέμπελς και του Χίπλερ, το αποτέλεσμα που παρήγαν οι διαταγές των Ναζί, η καταναγκαστική συγκέντρωση, η μετακίνηση, και ο εγκλεισμός εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων, προβάλλεται ως μια κατάσταση φυσική. Και με τη σειρά της, αυτή η φυσικοποιημένη κατάσταση προβάλλεται ως επαρκές, οφθαλμοφανές τεκμήριο για το πόσο ριζικά ξένα και εχθρικά όντα είναι οι Εβραίοι. Πρόκειται, εδώ, για κάτι παραπάνω από μια προπαγανδιστική αλλοίωση γεγονότων ή από έναν επιλεκτικό φωτισμό της πραγματικότητας. Δεν είναι μόνο ότι τα πιο χοντροειδή ψέματα πλασάρονται ως αλήθειες που, τάχα, βγάζουν μάτι. Είναι, κυρίως, ότι οι αυτονόητες, κοινά γνωστές πραγματικότητες παραμερίζονται ως αδιάφορες και εκτός θέματος. Δεν μπαίνουν καν στο κάδρο, κι άρα δε χρειάζεται να αναιρεθούν, να σχετικοποιηθούν, να ερμηνευθούν εκ νέου.



Όλοι οι θεατές π.χ. τότε ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι για όσα συνέβαιναν στα πολωνικά γκέτο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον είχαν τα όπλα των Ναζί. Όλοι ήξεραν τους νόμους της Νυρεμβέργης και τα διατάγματα της πολωνικής κατοχικής κυβέρνησης που καθιστούσαν τους Εβραίους, παντού όπου κυριαρχούσαν οι Ναζί, αντικείμενα ολοκληρωτικής κυριαρχίας. Όλοι ήξεραν ότι για τους Εβραίους της Γερμανίας ο δημόσιος χώρος είχε γίνει ασφυκτικά μικρός, ο ίδιος ο βιοκοσμός τους είχε συρρικνωθεί απελπιστικά, σε βαθμό που να αμφισβητείται έμπρακτα και καθημερινά η ανθρώπινή τους ποιότητα. Στα τέλη του 1938 ακόμα και οι άδειες οδήγησής τους είχαν ανακληθεί, γιατί η οδήγηση των Εβραίων θεωρούνταν προσβολή προς τη γερμανική οδηγική κοινότητα, πολλώ δε μάλλον που τα εβραϊκής ιδιοκτησίας αυτοκίνητα κινούνταν επιδεικτικά πάνω σε δρόμους κατασκευασμένους από τα «τίμια», «φυλετικά ευγενή», χέρια των Γερμανών εργατών. Μόνο στα κοιμητήρια, οι Εβραίοι μπορούσαν σε ανοιχτό χώρο να βρεθούν κάπως άνετα με τους οικείους τους, χωρίς απαγορεύσεις, προσβολές ή επιθέσεις [14]. Ο αφηγητής απλά δεν αναφέρει το παραμικρό για όλα αυτά. Κι οι θεατές έπρεπε να παρακολουθήσουν την ταινία ξέροντας πως όσα ήξεραν, και είχαν την ευχέρεια να εξακριβώσουν ιδίοις όμμασι γύρω τους, δεν είχαν εδώ σημασία. Ο Άλλος αφού έχει ήδη καθυποταχτεί κατασκευάζεται ως εχθρός, ως πανταχού παρούσα απειλή φυλετικής μόλυνσης και πηγή βίας, ενώ εκείνοι που σε πραγματικό χρόνο έχουν ασκήσει βία, εξαναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, στη Βαρσοβία ή στο Λοτζ, να ζουν σε όντως νοσηρά και μολυσματικά περιβάλλοντα, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να δικαιολογήσουν γιατί αυτή η βία εν πρώτοις ασκήθηκε. Αν κάτι επιχειρείται να δικαιολογηθεί, δεν είναι η βία της καθυπόταξης, ως τέτοια. Είναι η περαιτέρω κλιμάκωσή της.


Χωρίς να το αρνούνται ή να το καλλωπίζουν, οι Ναζί προπαγανδιστές αποφεύγουν να εκθέσουν τι έχει ήδη δρομολογηθεί. Συγκεκριμένα, και προς ώρας, δηλαδή, μιας και μιλάμε για τον Νοέμβριο του 1940, σε μια συγκυρία που ακόμα δεν έχει οριστικά αποφασιστεί η Τελική Λύση (η βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης ανεξαρτήτως γεωγραφικών περιορισμών): ο εγκλεισμός των Εβραίων σε γκέτο, βραχυπρόθεσμα ο μαζικός εκτοπισμός τους, «στη Μαδαγασκάρη ή σε κάποια άλλη περιοχή», όπως ο Φριτζ Χίπλερ στην αυτοβιογραφία του διατείνεται ότι τότε πίστευε [15], και γενικότερα, για την υπό κατάκτηση Ανατολή, η «αμείλικτη εξάλειψη όλων των στοιχείων που δεν είναι επιδεκτικά εκγερμανισμού», σύμφωνα με τα σχέδια που ήδη τότε εκπονούσαν και συζητούσαν, όχι βέβαια δημόσια, αλλά σε στενούς ηγετικούς κύκλους, τα στελέχη του Γραφείου Φυλετικής Πολιτικής του ναζιστικού κόμματος [16]. Όλα αυτά είναι εξελίξεις που συμβαίνουν ή σχεδιάζονται σε επίπεδο κορυφής. Ο Γκέμπελς, ο Χιπλερ και ο Τόιμπερτ γυρίζουν την ταινία τους σε ένα τέτοιο φόντο real-time βαναυσότητας. Στόχος τους δεν είναι το γερμανικό κοινό να πειστεί να συναινέσει σε κάτι που ενδέχεται να γίνει, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με μια προτεινόμενη επιλογή. Στόχος τους είναι να προετοιμαστεί ώστε να αποδεχτεί παθητικά κάτι που ήδη γίνεται ή, ακόμα καλύτερα, να συμμετέχει ενεργητικά σε αυτό, εκλαμβάνοντάς το ως δεδομένη, αντικειμενική πραγματικότητα.


Άφιξη στο διαμετακομιστικό στρατόπεδο Westerbork της Ολλανδίας, κατά τον Οκτώβριο του 1942. Το στρατόπεδο αυτό χρησιμοποιούνταν ως ενδιάμεσος σταθμός κατά τη συγκέντρωση και τη μεταφορά των Ολλανδών Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου.

Προετοιμάζοντας συνεργούς στην εξόντωση 

Ο θεωρητικός του κινηματογράφου Ζίγκφριντ Κρακάουερ (Siegfried Kracauer), ένας από τους πολλούς, κριτικούς προς την ισχύουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, στοχαστές που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία λόγω της ανόδου των Ναζί στην εξουσία το 1933, έχει επίμονα υποστηρίξει ότι ένα ουσιώδες γνώρισμα του κινηματογράφου είναι να αποδίδει τον αισθητό κόσμο στην απροσδιοριστία και τη ροή του, να καταγράφει και να ζωντανεύει την υλική πραγματικότητα. Μια κρίσιμη συνέπεια, όμως, που απορρέει από αυτήν την παραδοχή είναι ότι οι κινηματογραφικές ταινίες εξασθενούν τη συνείδηση του θεατή. «Διεγείροντας την έμφυτη περιέργειά του», τον παρασέρνουν «σε διαστάσεις όπου οι αισθητηριακές εντυπώσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε άλλο». Ο θεατής στη σκοτεινή αίθουσα δε βλέπει ποτέ αδιάφορα όσα διαδραματίζονται στο λευκό πανί απέναντί του. Σαγηνεύεται ή ενοχλείται, πάντως παραδίδεται, ή τείνει να παραδοθεί στην υποβλητική πραγματικότητα που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του. Γι’ αυτό και ο κινηματογράφος είναι ένα «άριστο προπαγανδιστικό όργανο». Ιδίως οι ταινίες που εμφανίζονται ως αμερόληπτες καταγραφές, τα ντοκιμαντέρ, κερδίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού πολύ πιο εύκολα και μπορούν να διαμορφώσουν πεποιθήσεις χωρίς τις εντάσεις ή τους ενδοιασμούς που συνήθως συνοδεύουν την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Μολονότι η επιλογή και η διάταξη των πλάνων, οι αλλαγές στον φωτισμό ή στις γωνίες λήψης, καθώς και η μουσική επένδυση, χρωματίζουν κάθε φορά και με έναν διαφορετικό τρόπο το αποδεικτικό υλικό που κατατίθεται, η εμπιστοσύνη μας στην ειλικρίνεια των ντοκιμαντέρ δεν είναι εντελώς αβάσιμη, αφού πράγματι απεικονίζονται υπαρκτά αντικείμενα, ενώ «η εκστατική κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε όταν κοιτάμε την οθόνη» ενισχύει αυτήν την αίσθηση ότι μπροστά μας μιλάνε τα γεγονότα [17].

Υπό την εποπτεία του Γκέμπελς, ο Φριτζ Χίπλερ σκηνοθέτησε ένα προπαγανδιστικό έργο το οποίο επωφελείται κατά το μέγιστο δυνατό, για τις τεχνικές δυνατότητες της τότε βιομηχανίας του κινηματογράφου, από τη φαινομενική ειλικρίνεια των ντοκιμαντέρ, πράγμα που εν προκειμένω σημαίνει: από τις παγίδες που η ολισθηρή αμεροληψία των περισυλλεγμένων από την κάμερα στιγμιότυπων επιφυλάσσει [18]. Ακόμα κι έτσι, όμως, στον Αιώνιο Εβραίο περισσότερο από τα γεγονότα μιλάει ο αφηγητής. Όταν ο Κρακάουερ κλήθηκε το 1956 να καταγράψει ορισμένες δικές του σημειώσεις για μια ειδική προβολή της ταινίας του Χίπλερ στη Νέα Υόρκη εκείνο που τόνισε ήταν ότι σε αντίθεση με τα άλλα ναζιστικά προπαγανδιστικά έργα, το συγκεκριμένο μοιάζει περισσότερο με διάλεξη, όπου στριμώχνονται όλα τα τετριμμένα αντισημιτικά κλισέ. Οι εικόνες συχνά καταλήγουν να μην είναι παρά απεικονίσεις των λεγομένων του αφηγητή, χάνοντας τη δική τους σημασιακή δυναμική, την υπαινικτική τους απροσδιοριστία. Αυτή η υπερβολική, και μάλλον αντικινηματογραφική, χρήση του προφορικού λόγου φανέρωνε, για τον Κρακάουερ, μια κάποια «ανησυχία του γερμανικού υπουργείου προπαγάνδας για τις διανοητικές διαθέσεις των Γερμανών». Ήταν δείγμα φόβου, κόπωσης και άγχους· όχι ακαταμάχητης ισχύος [19]. Κι αναμφίβολα, η προετοιμασία και η υλοποίηση της Σοά, ενός τόσο γιγαντιαίων διαστάσεων εγχειρήματος ταυτοποίησης βάσει αυστηρά καθορισμένων κριτηρίων, συγκέντρωσης, σε πρώτη φάση (από το 1941 ως και το 1944) μαζικής δολοφονίας επί τόπου από κινητά αποσπάσματα θανάτου (Einsatzgruppen, «ομάδες ταχείας επέμβασης»), και κατόπιν (από τα τέλη του 1942 ως το 1944) μεταφοράς από κάθε γωνιά της ηπειρωτικής Ευρώπης, και εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων με εντατικούς ρυθμούς μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ήταν μια ιστορική διαδικασία αρκετά κοπιώδης όσο και επίφοβη. Σε μια τόσο μεγάλη κλίμακα, όπως ήταν αυτή που στην πραγματικότητα απαιτήθηκε, ούτε η ταύτιση με τον Ηγέτη και την εμπόλεμη «λαϊκή κοινότητα», ούτε η συνέργεια, παθητική ή ενεργητική, στην εξόντωση ανθρώπινων όντων, ήταν απλές υποθέσεις.


Διόλου τυχαία, την ίδια χρονιά που προβλήθηκε Ο Αιώνιος Εβραίος, δυο ακόμα ανοιχτά αντισημιτικά φιλμ κυκλοφόρησαν, πάλι υπό την υψηλή εποπτεία του Γκέμπελς, ο Süss ο Εβραίος (Jud Süss) και Οι Ρότσιλντ (Die Rothschilds). Δεν ήταν ντοκιμαντέρ, και γνώρισαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία στη Γερμανία, ιδίως το πρώτο. Δύο χρόνια πριν, όμως, όταν η ηγεσία των Ναζί, με αφορμή την εκτέλεση στο Παρίσι ενός Ναζί διπλωμάτη από τον 17χρονο Εβραίο Χέρσελ Γκρύνσπαν (Herschel Grynszpan), χαιρέτισε τα πρώτα, υποκινημένα από τοπικές οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος, πογκρόμ ενάντια στους Γερμανούς εβραϊκής καταγωγής και κάλεσε στην πανεθνική γενίκευσή τους, η ανταπόκριση ήταν, από πολλές απόψεις, απογοητευτική [20].


Κατά τη διάρκεια του «Πογκρόμ του Νοέμβρη», όπως σήμερα αυτό το οργανωμένο ξέσπασμα αντισημιτικού μίσους αποκαλείται από τους ιστορικούς, ή της «Νύχτας των Κρυστάλλων», όπως χαρακτηρίστηκε, μάλλον κάπως σαρκαστικά, από ανώνυμους πολίτες του Βερολίνου, το μέγεθος της βίας που εξαπολύθηκε ήταν τρομακτικό: πυρπολήθηκαν όλες σχεδόν οι συναγωγές στη γερμανική επικράτεια, ενώ γύρω στις 10.000 Γερμανών Εβραίων σύρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην οργάνωση και διεξαγωγή των επιθέσεων αναμίχθηκαν και τμήματα του πληθυσμού, μειοψηφικά μεν, αλλά όχι αμελητέα, πέραν των οργανωμένων Ναζί, είτε συμμετέχοντας άμεσα στους ξυλοδαρμούς και τις λεηλασίες είτε επικροτώντας τες ως θεατές. Αλλά όταν, αμέσως μετά τα γεγονότα, ο ναζιστικός κομματικός μηχανισμός σφυγμομέτρησε την κοινή γνώμη οι αναφορές που έφταναν έδειχναν ότι η πλειοψηφία των μη-Εβραίων Γερμανών αποδοκίμαζε την καταστροφή περιουσιών και τη διασάλευση της έννομης τάξης, την υποκατάσταση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας του κράτους από τον εξαγριωμένο όχλο. Πολλοί βρήκαν αυτό που συνέβη αποκρουστικό. Κάποιοι εξέφρασαν δημόσια τη δυσφορία τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν διώξεις και καταδίκες με βάση τον νόμο του 1934 που είχε ποινικοποιήσει την κριτική στην κομματική-κρατική ναζιστική ηγεσία. Στη μεγάλη της, όμως, πλειοψηφία η γερμανική κοινωνία έμεινε βουβή και απαθής, ενώ η σιωπηλή ή διατυπωμένη ηθική κριτική δεν έθιγε, κατά κανόνα, την ίδια την αντισημιτική πολιτική ατζέντα των Ναζί. Στρεφόταν κυρίως κατά της οχλοκρατικής εφαρμογής της [21].

Έχει ενδιαφέρον εδώ να σημειώσουμε ότι μετά το «Πογκρόμ του Νοέμβρη» το ναζιστικό υπουργείο προπαγάνδας, μέσω κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων στο σύνολο του γερμανικού τύπου, διέψευδε μετ’ επιτάσεως τη φήμη ότι οι Εβραίοι Γερμανοί θα κλείνονταν σε γκέτο ή ότι θα στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας [22]. Αν εκείνο που τον Νοέμβρη του 1938 έμοιαζε σκανδαλώδες για μια «πολιτισμένη» χώρα δύο μόλις χρόνια αργότερα γινόταν κανονικά και με τον νόμο στην κατεχόμενη Πολωνία, αυτό δεν οφείλεται μονάχα στην αποτελεσματικότητα της ναζιστικής προπαγάνδας, στο ότι κατάφερε, δηλαδή, να διαπλάσει, προς μια τέτοια κατεύθυνση, τη γερμανική κοινή γνώμη. Πολύ περισσότερο οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο το ναζιστικό κράτος, ως μηχανή πολέμου μετασχηματιζόμενη σε μηχανή εξόντωσης, αξιοποίησε την απάθεια και τον υπολογιστικό αυτοέλεγχο των Γερμανών «μέσων πολιτών». Σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στην αρχαιότητα ή στον μεσαίωνα, όπου το αίμα των θυμάτων στις μαζικές σφαγές χυνόταν από θύτες που εγκαταλείπονταν στα δικά τους άγρια πάθη ή επιδίωκαν να αφυπνίσουν τέτοια πάθη σε άλλους, που σκότωναν από εκδικητικό μένος ή για να προκαλέσουν δέος, η Σοά έγινε ανεκτή και πραγματοποιήθηκε από ανθρώπους με πολύ υψηλό βαθμό ελέγχου των παρορμήσεών τους, με παγωμένα συναισθήματα: από ψυχρά υποκείμενα. To 1967, σε ένα σύντομο δοκίμιό του για την εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno) έγραψε πως «αν η ψυχρότητα δεν ήταν ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρωπολογίας, κι άρα της ίδια της συγκρότησης των ανθρώπων, όπως αυτοί στην πραγματικότητα είναι στην κοινωνία μας, αν οι άνθρωποι δεν ήταν, λοιπόν, βαθύτατα αδιάφοροι προς ό,τι συμβαίνει σε όλους τους άλλους εκτός από τους λιγοστούς εκείνους με τους οποίους οι ίδιοι συνδέονται στενά και ει δυνατόν μέσω χειροπιαστών συμφερόντων, δε θα υπήρχε καν η δυνατότητα το Άουσβιτς να υπάρξει, οι άνθρωποι δε θα το είχαν τότε ανεχτεί» [23].


Ο Αιώνιος Εβραίος δεν ήταν μια εμπορικά επιτυχημένη ταινία. Την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας της προβλήθηκε σε 66 αίθουσες, τη δεύτερη σε 30, και μετά οι περισσότεροι κινηματογράφοι άρχισαν να την αποσύρουν. Υπολογίζεται ότι συνολικά την είδαν γύρω στα 2 εκατομμύρια θεατές [24]. Από άποψη στενά κινηματογραφική, επίσης, παρά την τεχνική αρτιότητά της, μπορεί να κριθεί ως υπερφίαλη ή ενοχλητικά ετεροβαρής υπέρ της προφορικής αφήγησης. Ήταν, όμως, ένα από τα γρανάζια στη διάταξη μιας συνολικής κοινωνικής μηχανικής που παρήγε τον Άλλο ως εξοντώσιμο εχθρό. Τα ψυχρά υποκείμενα που στην αίθουσα του UFA-Palast am Zoo, στις 28 Νοεμβρίου του 1940, είδαν να προβάλλεται η φιγούρα του Εβραίου ως συγκρίσιμη με αυτήν ενός τρωκτικού μπορεί κάπως να δυσφόρησαν από τη βίαιη σκηνή της τελετουργικής σφαγής της αγελάδας, λίγο πριν το τέλος. Οι φήμες, επίσης, για τη βιαιότητα της συγκεκριμένης σκηνής μπορεί να απέτρεψαν αρκετούς, περισσότερο ευαίσθητους στη θέα του αίματος, φιλοθεάμονες Γερμανούς να πάνε, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στις κατοπινές προβολές της ταινίας, σύμφωνα με όσα αναφέρει μια απόρρητη έκθεση για την υποδοχή της ταινίας, η οποία συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1941, απευθυνόμενη προσωπικά στον διοικητή των Ες-Ες και επικεφαλής της αστυνομίας, Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler), και τον αρχηγό των υπηρεσιών ασφαλείας, Ράινχαρντ Χάιντριχ (Reinhard Heydrich) [25]. Όσοι την είδαν, εντούτοις, έμαθαν να διακρίνουν αυτό που δεν είναι, και δε θα μπορούσε χωρίς την επιβολή ενός ρατσιστικού πολιτικού προγράμματος να είναι, ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Καταρτίστηκαν ταχύρυθμα σε μια τεχνική καθημερινής επιτήρησης, ανίχνευσης των πραγματικών, αμετάλλακτων στον χρόνο, εβραϊκών φυσιογνωμικών γνωρισμάτων κάτω από τη μάσκα των, επιτήδεια και υστερόβουλα υποδυόμενων τους πολιτισμένους, Εβραίων του περιβάλλοντός τους, και σε μια τεχνική ριζικής απόστασης, εκμηδενισμού κάθε συναίσθησης, κάθε τάσης προς αναγνώριση οποιασδήποτε κοινότητας με τα ανθρώπινα όντα που στοχοποιούνται ως απειλητικοί Άλλοι [26].


Αξιωματικοί των Ες-Ες κατά τη διάρκεια χριστουγεννιάτικου πάρτι του ναζιστικού κόμματος, το 1941.

Αθώοι και πολιτισμένοι «μέσοι άνθρωποι» 

Σε όσους αδιαφόρησαν, ή συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους, όταν πυρπολούνταν συναγωγές και δολοφονούνταν στους δρόμους Εβραίοι, η ταινία έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Μπορεί μεν τα «τρωκτικά» να έχουν εκτοπιστεί, με γραφειοκρατικά, νομότυπα μέσα, από τον δημόσιο χώρο, αλλά εξακολουθούν να παραμονεύουν παντού, γιατί αυτό ακριβώς είναι πλασμένα να κάνουν, και το κάνουν εδώ κι αιώνες. Όμως, παραμονεύοντας, απλά και μόνο εξακολουθώντας να υπάρχουν, γιατί μονάχα έτσι υπάρχουν, καιροφυλακτώντας για να μολύνουν, να αρπάξουν ή να φθείρουν όσα οι φυλετικά καθαροί Γερμανοί έχουν δημιουργήσει, στερούν από την εθνική «λαϊκή κοινότητα» ζωτικό χώρο. Μετά μάλιστα την κατάκτηση της Πολωνίας, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι προστέθηκαν στον πληθυσμό που είχε υπό την ευθύνη της η ναζιστική κυβέρνηση, τα ανθρώπινα όντα που είχαν ήδη καταχωρηθεί ως ριζικά Άλλοι έπρεπε να αναπαρασταθούν και ως πλεονάζοντες, ως παρείσακτοι ή εισβολείς, ως άνθρωποι που «κανονικά» δε θα έπρεπε να υπάρχουν, ως ένα αφόρητο βάρος που έχει φορτωθεί στις πλάτες του φιλήσυχου Γερμανού, ως κάτι που έρχεται απ’ έξω και μακριά, από τα «ανατολικά γκέτο», για να ταράξει την κοινωνική ειρήνη, την οποία η εθνική ενότητα υπό τη ναζιστική τρομοκρατία διασφάλιζε, και να αναιρέσει την ευημερία του γερμανικού Volk [27]. 

Ο Λαός, με το λάμδα κεφαλαίο, αυτή η κοινότητα αίματος που υπερβαίνει, τάχα, τους ταξικούς διαχωρισμούς και υποστασιοποιείται στο άγρυπνο και πάνοπλο σώμα του κόμματος-κράτους, κινδυνεύει. «Με τους Εβραίους καμιά συμφωνία δεν μπορεί να συναφθεί, μόνο το κοφτό ‘όλα ή τίποτα’ πιάνει τόπο», αυτό δεν είχε γράψει ο ίδιος ο Χίτλερ, περιγράφοντας την προλεταριακή επανάσταση του 1918 στην Γερμανία ως «προδοσία» υποκινημένη από τους Εβραίους μαρξιστές ηγέτες [28]; Ούτε καν η άνιση ειρήνευση του Αφέντη με τον Δούλο, του κατακτητή με τον κατακτημένο, δεν είναι εφικτή. Οι Εβραίοι δεν εκπροσωπούνται, εξάλλου, ούτε από έναν στρατό, ούτε από ένα κράτος. Το πρόσωπο του πολιτισμού πάνω τους δεν είναι παρά ένα προσωπείο. Αποτελούν μια διάχυτη απειλή, η οποία εντείνεται παρά τους νομότυπους περιορισμούς. Αυτή η σκοτεινή και τερατώδης όψη της φύσης, μολονότι έχει ήδη καθυποταχθεί, εξακολουθεί και υπάρχει, εξακολουθεί και πολλαπλασιάζεται, εξακολουθεί και παρασιτεί. Ακόμα κι αν την απομονώσεις πίσω από τείχη, διατηρεί τον μολυσματικό της χαρακτήρα, κι αυτό δεν έπαυαν να το υπογραμμίζουν οι Ναζί στους μη-Εβραίους κατοίκους των πολωνικών πόλεων. Ο κίνδυνος επιδημίας ήταν μια από τις αγαπημένες τους δικαιολογίες κάθε φορά που αποφάσιζαν να μετακινήσουν μαζικά Εβραίους ή να κλιμακώσουν τη βία εναντίον τους. Όπως συμβαίνει και με τα τρωκτικά, τις επιδημίες, και γενικά τις ακατανόητες και καταστροφικές φυσικές «ροές», καταπώς θα έλεγαν σήμερα οι postmodern φορείς της θανατοπολιτικής, η καθυπόταξη δεν αρκεί. Αποφέρει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη. Οι αγέλες των λοιμωδών πλασμάτων είχαν νικήσει τα μέτρα περιορισμού της πανούκλας [29], ιδού ένα ακόμα από τα μηνύματα που Ο Αιώνιος Εβραίος μεταβίβαζε στο γερμανικό κοινό. Δεν ήταν μονάχα μια παρανοϊκή αντιστροφή της πραγματικότητας. Ήταν η ανασυγκρότησή της, κατά τρόπο ώστε η ψυχρή, υπολογιστική και εγωιστική υποκειμενικότητα όλων αυτών των «μέσων ανθρώπων» που κοίταζαν την πάρτη τους να προσαρμοστεί καλύτερα στην αδιανόητη φρίκη που σε λίγο θα εξαπλωνόταν σε όλη την Ευρώπη.

«Μέσοι άνθρωποι»; Σίγουρα όχι ένας στατιστικός μέσος όρος: εργάτες που ξεχνούσαν ότι είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης και παραμυθιάζονταν ότι είναι οι στυλοβάτες της εθνικής οικονομίας, μικροαστοί που ξεχνούσαν ότι οι ιδιοκτησίες τους είναι δανεικές, και κρατούσαν στο μυαλό τους μονάχα ότι οι ίδιοι μπορεί να τσιμπήσουν κάτι από την πίτα της ταξικής εκμετάλλευσης, επιστήμονες, τεχνικοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπενθύμιζαν στους εαυτούς τους μονάχα ότι είναι λειτουργοί του κράτους, μεγάλα αφεντικά που σκέφτονταν, και είχαν κάθε λόγο να μην παύουν να σκέφτονται, ότι όλα και όλοι πια δουλεύουν αποδοτικά και πειθαρχημένα για τις δικές τους τσέπες. Αυτό το διαταξικό σύνολο ανθρώπων, παρά τα αντιτιθέμενα αντικειμενικά κοινωνικά τους συμφέροντα, έβρισκαν τον κοινό τους παρονομαστή στην προοπτική ότι θα κέρδιζαν ατομικά όλοι τους κάτι ως «κανονικοί» Γερμανοί αν συντρίβονταν οι εχθροί της Γερμανίας, και προπάντων οι πιο «ύπουλοι» εχθροί, οι εσωτερικοί εχθροί, εκείνοι που με την ίδια τους τη φυσική παρουσία καταδείκνυαν ότι η πραγματική γερμανική κοινωνία δεν ήταν ποτέ μια κοινότητα αίματος. Για να διασωθεί ο ναζιστικός μύθος της εθνικής-λαϊκής κοινότητας, και μαζί του να διασωθούν και όσοι αρπάχτηκαν από αυτόν, έπρεπε να επιβληθεί ενάντια στην ίδια την πραγματικότητα, έπρεπε να πραγματωθεί πάνω στα πτώματα όσων δε χωρούσαν σε αυτήν τη φαντασιακή συμπαγή κοινότητα, ή συνιστούσαν, μόνο και μόνο εξαιτίας της ύπαρξής τους, μια κατάφωρη διάψευσή της: των διανοητικά ασθενών και ανάπηρων, των κομμουνιστών, των ομοφυλόφιλων, των Ρομά, και κατά κύριο λόγο των Εβραίων, που ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αμέσως σχεδόν μετά από την επίσημη ενοποίηση της Γερμανίας, είχαν αρχίσει να στιγματίζονται, στον δημόσιο λόγο, ως φορείς μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας μη αφομοιώσιμης στο ομογενοποιούμενο σώμα του γερμανικού έθνους, αν όχι υπονομευτικής για τη συνοχή του [30].


Αμερικανοί στρατιώτες, μετά την ήττα των Ναζί, επιδεικνύουν σε Γερμανούς πολίτες σκελετούς από το Μπούχενβαλντ

Είναι χάρη σε αυτό το κοντράστ, που στον Αιώνιο Εβραίο γίνεται συστηματικά, ανάμεσα στην, υποδειγματικά ανθρώπινη, ταυτότητα του Γερμανού και σε εκείνη του «μεταμφιεσμένου ανθρώπου», που όλοι αυτοί οι «ειδικοί δίχως πνεύμα, ηδονιστές δίχως καρδιά» [31] μπορούσαν να εκλογικεύσουν την επικείμενη φρίκη, να την ανεχτούν, αλλά και να συνεργήσουν ενεργητικά με καθαρή συνείδηση, κάθε φορά που κάτι τέτοιο κρινόταν απαραίτητο, σε αυτήν – να την εντάξουν στα θεμιτά, αν και ανομολόγητα, ενδεχόμενά τους. Σε αντίθεση με το ναζιστικό πρόγραμμα της «ευθανασίας» των ψυχικά ασθενών και των ανάπηρων (Aktion T4), το οποίο διακόπηκε όταν τα διαδεδομένα, ιδίως στους Καθολικούς, αισθήματα αποτροπιασμού για τη λειτουργία των κέντρων θανάτωσης εκφράστηκαν δημόσια, εδώ η σωτηρία της Γερμανίας επέτασσε κλειστά στόματα και πρόθυμα χέρια. Οι σκελετοί που θα άρχιζαν να σωρεύονται στην Ανατολή και τα πτώματα που θα τοποθετούνταν στους κλίβανους των κρεματόριων, με τους εντατικούς ρυθμούς μιας εκβιομηχανισμένης, ρυθμισμένης με την ακρίβεια του ρολογιού, μαζικής παραγωγής, μπορούσαν να κρυφτούν στην ντουλάπα.

Το 1948, όταν παντού στην ηττημένη Γερμανία συναντούσε κανείς ανθρώπους που έπεφταν από τα σύννεφα μαθαίνοντας για τα εργοστάσια θανάτου στην Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς, ένας αρχιτέκτονας από την Φρανκφούρτη, μιλώντας στον Αμερικάνο κοινωνιολόγο Έβερετ Χιούζ (Everett Hughes), αφού επαναλάβει ότι «δεν ξέραμε τίποτα για όλα αυτά· μόνο μετά μάθαμε τι είχε συμβεί», θα διευκρινίσει ότι «όσο για τους Εβραίους, ναι, ήταν πρόβλημα. Είχαν έρθει από την Ανατολή. Έπρεπε να τους έβλεπες στην Πολωνία, η κατώτατη τάξη ανθρώπων, γεμάτοι ψείρες, βρωμεροί και φτωχοί, να πηγαίνουν πέρα-δώθε στα γκέτο τους φορώντας σιχαμερά καφτάνια. Ήρθαν εδώ, και πλούτισαν με απίστευτες μεθόδους μετά τον πρώτο πόλεμο» [32]. Η επιστημονικοφανής απεικόνιση των Εβραίων των πολωνικών γκέτο μπορεί να μην «έσπασε ταμεία», αλλά σε σχέση με τον προπαγανδιστικό στόχο της πρέπει να καταγραφεί ως επιτυχία. Εκτός από τα μέλη των κινητών αποσπασμάτων θανάτου, και τους συνεργάτες τους από τον ντόπιο πληθυσμό, που κατά την εισβολή στην ΕΣΣΔ εξολόθρευαν κατά χιλιάδες τους Εβραίους της Ουκρανίας, μυούμενοι στη θεωρία του δολοφονικού αντισημιτισμού μέσα από τις «εξόφθαλμες αλήθειες» του ντοκιμαντέρ του Χίπλερ και του Γκέμπελς [33], Ο Αιώνιος Εβραίος άφησε το αποτύπωμά του και σε πολλούς άλλους, λιγότερο υποψιασμένους, υγιείς και ευγενείς «Άριους». Η εικόνα των Εβραίων ως παρασιτικών σωμάτων ισοδυναμούσε με χίλιες λέξεις, βουτηγμένες στα αντισημιτικά κλισέ, και με μερικά εκατομμύρια (θανατηφόρες) πράξεις. Κάθε θεατής μπορούσε εύκολα να συμπεράνει ποια ήταν η «θεραπεία» που υποδεικνυόταν, έστω και χωρίς να αρθρώνεται ρητά, ως ενδεδειγμένη για αυτόν τον «λοιμό», αλλά εξίσου εύκολα μπορούσε να κάνει πως δεν κατάλαβε [34], πως ήταν αρκετά αθώος για να οδηγηθεί στο λογικά εξαγόμενο συμπέρασμα, και αρκετά αφελής για να μην πιστεύει στα μάτια και τα αυτιά του, που πιστοποιούσαν ακόμα και σε εκ γενετής τυφλούς ή κουφούς τι ακριβώς γινόταν στην πραγματικότητα, εκτός βέβαια κι αν ήταν μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα.

Οι Ναζί δεν εξωθήθηκαν από κάποια λαϊκή πίεση στο να προχωρήσουν στη βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Είναι επίσης πολλά τα τεκμήρια που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Γερμανών, παρά τη ναζιστική προπαγάνδα, δεν ιεραρχούσε το λεγόμενο «εβραϊκό ζήτημα» ψηλά στις προτεραιότητές της. Η Σοά ήταν ένα πολιτικό σχέδιο που αποφασίστηκε σε επίπεδο κορυφής και υλοποιήθηκε χάρη στην κινητοποίηση όλων των μηχανισμών του ναζιστικού κόμματος-κράτους. Θα ήταν αδύνατο, όμως, να πραγματοποιηθεί αν οι φιλήσυχοι μη-ένστολοι Γερμανοί δεν έμεναν απαθείς μπροστά στη γενοκτονία που το κράτος τους προεξόφλησε ιδεολογικά, ως αναγκαίο όρο της νίκης στον πόλεμο, οργάνωσε με μια φρικτή σχολαστικότητα, ως καθήκον που αναλογεί σε ανθρώπους της νεωτερικότητας, με υψηλή επαγγελματική συνείδηση, και διεκπεραίωσε επιμελέστατα, ως αυτοσκοπό. Αν κάπου η ναζιστική προπαγάνδα αποδείχθηκε ακατανίκητη ήταν στην ικανότητά της να αποπροσωποποιεί τον Άλλο που μεταμορφωνόταν σε εξοντώσιμο εχθρό. Το γεγονός, όμως, ότι οι «μέσοι άνθρωποι» προτίμησαν να παραβλέψουν την ίδια τη δική τους βιωμένη εμπειρία και αφέθηκαν να πιστέψουν πως οι μαγικές εικόνες που τους σέρβιραν ορισμένοι αιμοσταγείς απατεώνες, όπως ο Γκέμπελς, ήταν μια αδιαμφισβήτητα ομιλούσα πραγματικότητα δεν είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής τύφλωσης. Για τους συντριπτικά περισσότερους Γερμανούς, αυτό το καταλυτικό βήμα προς την κόλαση δεν έγινε στο όνομα του αντισημιτισμού. Έγινε στο όνομα της ατομικής σωτηρίας με όχημα την εθνική ενότητα, τη σωτηρία της Γερμανίας, την οικονομική ανάκαμψη και τη γεωπολιτική ισχυροποίηση του γερμανικού έθνους-κράτους [35].



Στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσα στα οχυρά ευημερίας 


«Το επιμύθιο είναι απλό», έτσι θα μπορούσαμε να κλείσουμε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια ενός ακόμα Γερμανού αντιφασίστα εξόριστου στοχαστή, του Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer): «η αποθέωση του εγώ και η αρχή της αυτοσυντήρησης ως τέτοιας αποκορυφώνεται στην παντελή ανασφάλεια του ατόμου, στην πλήρη άρνησή του» [36]. Όσοι έκαναν τους ανήξερους για να σώσουν το τομάρι τους, κατέληξαν να είναι πράγματι ανήξεροι σε σχέση με τον ίδιο τους τον εαυτό, μάζες μέσα στις μάζες που ακολουθούσαν τον Ηγέτη, απλά εξαρτήματα μιας ολοκληρωτικής μηχανής. Θα χρειαστεί, όμως, ακόμα πολύς καιρός, και τεκτονικές κοινωνικές αλλαγές, για να γραφεί το πραγματικό επιμύθιο της ιστορίας του φασισμού, κατά την οποία, πάλι κατά τον Χορκχάιμερ, επιτελείται μια «σατανική σύνθεση Λόγου και φύσης» [37], όπου ο Λόγος, ως ικανότητα κατανόησης, διευθέτησης και μεθοδικής αξιοποίησης της δεδομένης πραγματικότητας για καθορισμένους σκοπούς, εργαλειοποιεί ολοκληρωτικά τη φύση, και η εξεγειρόμενη ενάντια στην εργαλειακή της χρήση φύση τυποποιείται ως αμείλικτη ενόρμηση θανάτου, μέσα από τελετουργίες ταύτισης με την ίδια τη δύναμη που την καταπιέζει. Δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα, κάθε άλλο, ούτε με τον αντισημιτισμό, ούτε με τις δολοφονικές εθνικές ενότητες, ούτε με τον φασισμό. Με αυτήν την έννοια, Ο Αιώνιος Εβραίος δεν πρέπει να ιδωθεί ως σύμπτωμα μιας ειδικά γερμανικής παραφροσύνης, που ανήκει στο παρελθόν.

Η ίδια κοινωνική μηχανική κατασκευής του Άλλου ως εχθρού λειτουργεί και σήμερα, πάλι στην «πολιτισμένη» Ευρώπη, και πάλι βάζοντας στο στόχαστρο ανθρώπινα όντα τα οποία αποπροσωποποιούνται, εμφανίζονται ως λιγότερο άνθρωποι, «παράσιτα» ή «εισβολείς» με τους οποίους ο μέσος Ευρωπαίος δε μοιράζεται τίποτα κοινό πέραν του ζωτικού χώρου που, υποτίθεται, του καταπατούν. Σήμερα, δε θα ακούσουμε να γίνεται λόγος για «βρωμερούς» Εβραίους (αν και η αντισημιτική συνωμοσιολογία δεν έχει χάσει την απήχησή της, ιδίως στην Ελλάδα). Θα ακούσουμε, όμως, συχνά να γίνεται λόγος για «βρωμερούς» (ή σε μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή: «εξαθλιωμένους», «φτωχοδιαβόλους» και πάει λέγοντας) μετανάστες. Δε θα μας προβάλει καμιά κρατική υπηρεσία ντοκιμαντέρ τα οποία απεικονίζουν μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ως τρωκτικά που ξεπηδούν κατά μάζες απ’ τα σιφώνια. Καθημερινά, όμως, στις ειδήσεις των 8 θα δούμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες όσες και όσους διασχίζουν χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών να παρουσιάζονται, σε ένα κλίμα επικείμενης Αποκάλυψης, ως «ροές», καταστροφικά κύματα που ολοένα και φουσκώνουν, άγρια φυσικά φαινόμενα ασύλληπτων διαστάσεων που τα κράτη μας οφείλουν να αναχαιτίσουν, επιβάλλοντας στην επικράτειά τους συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Τακτικότατα, επίσης, θα ακούσουμε να ηχεί ο συναγερμός του κινδύνου επιδημιών με επίκεντρο τους τόπους διαμονής ή κράτησης των «παράτυπων μεταναστών».


Ακόμα χειρότερα, μια πολιτική αδιάκριτης παραγωγής θανάτου ήδη ασκείται στα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών, ιδίως σε εκείνα της Ελλάδας. Οι χιλιάδες πνιγμένοι, φέτος, στο Αιγαίο δεν είναι ο τραγικός απολογισμός της έλλειψης γνώσεων σχετικών με την ασφαλή κολύμβηση, ούτε της μοχθηρίας των λεγόμενων «δουλέμπορων», δηλαδή, των παράνομων, μαφιόζικων ταξιδιωτικών γραφείων που μεσολαβούν κατά τη διαδρομή προς την Μυτιλήνη, τη Χίο ή την Κω. Είναι η συνέπεια της οχύρωσης και στρατιωτικοποίησης των συνόρων απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ως ενός πρώτου φίλτρου για την υποτίμηση των ζωών τους. Για όσους καταφέρνουν να περάσουν, έπονται κι άλλα τέτοια φίλτρα: εγκλεισμός με διοικητικές αποφάσεις σε χώρους που μοιάζουν όλο και περισσότερο με στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή, όπως στην περίπτωση της Αμυγδαλέζας ή της Κορίνθου, είναι στρατόπεδα συγκέντρωσης· καθημερινή τρομοκρατία μέσω αστυνομικών ελέγχων στους δρόμους των πόλεων με κριτήριο το χρώμα του δέρματος ή γενικά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά· επιλεκτικές περιοδικές νομιμοποιήσεις που συνδυάζονται, όμως, με τον πολλαπλασιασμό των θεσμικών μέσων υποβιβασμού της πλειοψηφίας των μεταναστών σε υπό επιτήρηση «παράνομα», ή ακριβολογώντας: παρανομοποιημένα, όντα. Στο τέλος αυτού του δρόμου απομένει ένα τμήμα υποτιμημένης εργασιακής δύναμης
[38], σε τέτοιο βαθμό που συχνά να πλησιάζει, και κάποιες φορές να συμπίπτει με, την κατάσταση της πραγματικής υποδούλωσης, κι ένα τμήμα πλεονάζοντων, υπό «επαναπροώθηση», ανθρώπινων όντων.


Το ότι αυτές οι διαδικασίες καθυπόταξης του Άλλου συνοδεύονται από μια επέκταση των τρόπων «ανθρωπιστικής» διαχείρισης των λεγόμενων «ροών» είναι μεν μια σημαντική διαφορά σε σχέση με το πλούσιο σε εμπειρίες μαζικής βαναυσότητας μητρώο των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά δεν αναιρεί τη γενική τάση. Αντίθετα, αποτελεί μία από τις πτυχές της. Στην τωρινή συγκυρία, η δράση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων τείνει ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν να γίνει μια «νομιμοποιητική συνοδευτική υπόκρουση των κρατικών σχεδιασμών» [39], όχι μόνο στο πεδίο των διακρατικών ανταγωνισμών, αλλά και σε αυτό της άμεσης διαχείρισης των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που τα ίδια τα κράτη ενορχηστρώνουν, διεξάγοντας έναν πόλεμο συνόρων, τόσο στις μεθοριακές γραμμές όσο και εντός του ίδιου του αστεακού χώρου. Αντί να μεταφραστεί η δυναμική αλληλοβοήθειας που ενίοτε υφέρπει στο εσωτερικό τους, και την οποία ασφαλώς θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε ή να περιφρονήσουμε, σε μια στάση ανεξάρτητης κριτικής και αντίστασης στις κρατικές πολιτικές, οι ΜΚΟ σήμερα φαίνεται να αναλαμβάνουν, με το αζημίωτο σε πολλές περιπτώσεις (ήτοι, με παχυλές χρηματοδοτήσεις), τον δικό τους ιδιαίτερο επικουρικό ρόλο στη συγκρότηση και αναπαραγωγή των «οχυρών ευημερίας» [40] που είναι σήμερα οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.


Τα τείχη στα σύνορα, τα «κέντρα διαλογής» και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ή, όπως κατ’ ευφημισμό ονομάζονται από το ελληνικό κράτος, «κέντρα προαναχωρησιακής κράτησης αλλοδαπών») που προστατεύουν τα προνόμια, τον «τρόπο ζωής», των «πρωτοκοσμικών» κοινωνιών δεν είναι μια περιστασιακή ακρότητα. Προσιδιάζουν στη σύγχρονη μορφή του καπιταλιστικού κράτος: το κράτος εγγυητή της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του εθνικού κεφαλαίου, το οποίο οικοδομείται ως κράτος ασφάλειας, ή κράτος άμυνας-ασφάλειας [41]. Αυτή η μορφή κράτους επιτρέπει, και μάλιστα πια κατά κύριο λόγο προτάσσει, τη συνεργασία με μη κυβερνητικούς πάροχους ανθρωπιστικής βοήθειας ακριβώς γιατί γενικά, σε αυτήν τη μετεξέλιξη του καπιταλιστικού αυταρχικού κράτους, η κρατική διοίκηση αντιμετωπίζει «τις επιπτώσεις των κοινωνικών διαιρέσεων και πολώσεων αποκλειστικά και μόνο με τις μεθόδους της κατασταλτικής επιτήρησης και της ‘καταπολέμησης της εγκληματικότητας’» [42]. Αποποιούμενο τις παλιές προνοιακές του μέριμνες, το κράτος διεξάγει έναν ταξικό πόλεμο ενάντια σε κάθε δυνητική κοινωνική απειλή προς την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Και η λέξη «πόλεμος» δεν πρέπει εδώ να εκληφθεί μεταφορικά. Στα γκετοποιημένα προάστια και στα συνοριακά περάσματα, οι πλεονάζοντες, προλετάριοι ή  προλεταριοποιούμενοι, άνθρωποι που εκτίθενται σε θανατηφόρες μορφές κρατικής βίας πληθαίνουν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Το κόστος διαχείρισης των απωλειών αυτού του πολέμου ανατίθεται στην ίδια την κοινωνία, σε εθελοντικές κοινωνικές οργανώσεις. Η σίτιση και η ιατρική φροντίδα, όμως, οι οποίες παρέχονται εθελοντικά ή με «συμβάσεις έργου» τελούν πάντα υπό τη σκιά των συρματοπλεγμάτων που το κράτος έχει ανεγείρει και υπερασπίζεται, σε καθημερινή βάση, έμπρακτα, μέσα από μηχανισμούς ελέγχου και φιλτραρίσματος των «παράτυπων» ανθρώπων, αλλά και ιδεολογικά, κατασκευάζοντας τον καθυποταγμένο Άλλο ως αναλώσιμο, ανώνυμο και ριζικά ακατανόητο εχθρό.



Οι «τρίτοι» που δεν είναι ίδιοι «με εμάς» 

Το τόσο γνώριμο στις μέρες μας ρατσιστικό μοτίβο των «εισβολέων» που συνωστίζονται στα σύνορα «από την Ανατολή», εισέρχονται απρόσκλητοι στην επικράτεια του έθνους-κράτους και απειλούν την ως τότε εγκαθιδρυμένη, και εποπτευόμενη από το κράτος, κοινωνική αρμονία γιατί δεν μπορούν να αφομοιωθούν πολιτισμικά στην εθνική κοινότητα δεν είναι καινούργιο. Το 1879 λ.χ. ο Χάινριχ φον Τράιτσκε (Heinrich von Treitschke), ένας επιφανής Γερμανός φιλελεύθερος, δικαιολογούσε την πρόσφατη ανάδυση του αντισημιτισμού στον δημόσιο χώρο, ως κοινωνικής τάσης που γινόταν ορατή μέσα από τη συγκρότηση ομίλων τέτοιου προσανατολισμού και την κυκλοφορία μιας πληθώρας από πολιτικά φυλλάδια τέτοιου περιεχομένου, επικαλούμενος την εισβολή από τα «ανατολικά σύνορα» της Γερμανίας μυριάδων νεαρών Εβραίων, «φιλόδοξων πλανόδιων πωλητών παντελονιών», προερχόμενων «από την ανεξάντλητη κοιτίδα της Πολωνίας». Αυτοί οι Εβραίοι «του πολωνικού κλάδου», των οποίων «τα παιδιά και τα εγγόνια κάποια μέρα θα ελέγχουν τα χρηματιστήρια και τις εφημερίδες της Γερμανίας», διαφέρουν ριζικά από τους Εβραίους της Δύσης, του «ισπανικού κλάδου». Σε αντίθεση με τους δεύτερους, οι ανατολικοί Εβραίοι «έχουν ανεξίτηλα σημαδευτεί από τη χριστιανική τυραννία πολλών αιώνων» και αδυνατούν να προσαρμοστούν στον «δυτικό τρόπο ζωής», και άρα να ενταχθούν ομαλά στο, ακόμα επισφαλές ως προς τη συνοχή του, γερμανικό έθνος [43]. Με αυτά τα επιχειρήματα ο Τράιτσκε τεκμηρίωσε την πεποίθησή του ότι είναι θεμιτό κανείς να μιλάει περί ενός ιδιαίτερου «εβραϊκού ζητήματος» στη Γερμανία, πυροδοτώντας μια δημόσια διαμάχη για τον αντισημιτισμό στους κύκλους των Γερμανών φιλελεύθερων. Στην ιδέα ότι ένας πλανόδιος πωλητής παντελονιών θα βρεθεί στο μέλλον να διοικεί χρηματιστήρια, λόγω μιας φιλοδοξίας που απορρέει από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινότητας από την οποία κατάγεται, στη διάκριση μεταξύ των Εβραίων του «πολωνικού κλάδου» και εκείνων του «ισπανικού κλάδου», καθώς και στη θέση ότι μια κοινότητα ανθρώπων που έχει για αιώνες υποστεί τυραννική μεταχείριση είναι ανεπίδεκτη εκπολιτισμού (δηλαδή, στην ορολογία του Τράιτσκε: ανίκανη να υιοθετήσει τον «δυτικό τρόπο ζωής»), μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο μεγάλο ιστορικό βάθος έχει η «αποβλάκωση που ευνοεί τον αντισημιτισμό» [44], η αντικατάσταση, με άλλα λόγια, της ικανότητας στοχασμού και κρίσης από τη μαγεία των στερεοτύπων, από την επισπευσμένη διεκπεραίωση και την αδιαφορία για την πραγματική υπόσταση, τις συνθήκες ύπαρξης, τις αληθινές ιδιομορφίες ή τα κοινά στοιχεία με άλλα, ευρύτερα σύνολα, των αντικειμένων που η σκέψη θέτει απέναντί της. Μπορούμε, όμως, επίσης να αντιληφθούμε και πόσο καθοριστική στην ιστορία των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών ήταν, ήδη από τον 19ο αιώνα, η διαλεκτική ενσωμάτωσης-αποκλεισμού από το σώμα του έθνους [45].

Ο αντισημιτισμός ιστορικά αποτέλεσε τη μήτρα του επιθετικού εθνικισμού, γιατί η φιγούρα του Εβραίου ήταν η πιο πρόσφορη για τη δημιουργία ενός στερεότυπου ετερότητας στο οποίο μπορούν να προβληθούν, χωρίς το κόστος του πραγματικού αγώνα για μια άλλη, καλύτερη ζωή, οι μύχιες, απωθημένες επιθυμίες τμημάτων της κοινωνίας, ιδιαίτερα της μικροαστικής τάξης, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού απειλεί να αποσταθεροποιήσει επαγγελματικά ή ακόμα και να εκτοπίσει από την οικονομία. Νιώθοντας να χάνεται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, τα τμήματα αυτά στη μορφή του «περιπλανώμενου Ιουδαίου προβάλλουν τη δική τους επιθυμία να διαφύγουν από τον κόσμο τους, από τη ζωή τους όπως έχει διαμορφωθεί, και που μοιάζει να γίνεται μια κόλαση για τους ίδιους, χωρίς να παίρνουν, όμως, σε ενεστώτα χρόνο την ευθύνη να αμφισβητήσουν έμπρακτα και ριζικά αυτόν τον κόσμο. Ο Εβραίος δεν είναι ούτε αλλοδαπός ούτε ημεδαπός. Είναι ένας άλλου τύπου ξένος, ένας καταστατικά μη-ταυτόσημος «τρίτος», που δεν είναι ίδιος ούτε με τους εθνικά πολιτογραφημένους ντόπιους ούτε με τους εθνικά πολιτογραφημένους ξένους. Επιπλέον, συνέβαλε πρωταγωνιστικά στην ιστορική ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού. Είναι ο Τσιγγάνος που δεν έμεινε στο ιστορικό περιθώριο, και ως εκ τούτου ενσαρκώνει πολύ καλύτερα από τον πρώτο, ή τουλάχιστον ενσάρκωνε για αιώνες, ωσότου δημιουργηθεί το κράτος του Ισραήλ, τη δυνατότητα άρνησης των συνόρων, των οριοθετήσεων της αντικειμενικής πραγματικότητας που επιβάλλονται ως μοίρα σε κάθε ανθρώπινο ον.

Στον σύγχρονο κόσμο, όπου κανείς αναγνωρίζεται δημόσια ως ον με δικαιώματα και υποχρεώσεις μονάχα αν είναι μέλος ενός έθνους-κράτους, η εθνική κοινότητα είναι η κατεξοχήν τέτοιου τύπου οριοθέτηση: η ατομική ταυτότητα εκδίδεται, ως έγγραφο, από τις υπηρεσίες ενός έθνους-κράτους και διαπλάθεται, ως πραγματικότητα, από την εκπαίδευση που αυτό παρέχει, από τις τεχνολογίες ελέγχου και τους μηχανισμούς πειθάρχησης που αυτό διαθέτει. Αλλά είναι ακριβώς η ατομική ταυτότητα εκείνο το οποίο βιώνεται ως η χειρότερη φυλακή. Ο αντισημιτισμός, στη φιγούρα του μη-ταυτόσημου «τρίτου», προσωποποιεί τη δυνατότητα μιας άλλης, ελεύθερης ζωής, όπου η «δική μας» ταυτότητα και η τάξη του κόσμου στον οποίο ζούμε δε θα είναι πλέον εθνική [46].Την προσωποποιεί, όμως, για να την απαρνηθεί με τον πιο βίαιο τρόπο. Τα θύματα του αντισημιτισμού πρέπει τελικά να αποπροσωποποιηθούν, τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά πρέπει να υποβιβαστούν σε απλούς δείκτες μιας «αιώνιας» ανώνυμης υποχθόνιας οντότητας, επειδή πάνω τους ετοιμάζεται να ξεσπάσει η οργή εκείνων που, αδυνατώντας να κατανοήσουν γιατί το έδαφος από κάτω τους τρίζει, και να δράσουν ενάντια στις κοινωνικές συνθήκες που συνθλίβουν τις δικές τους ζωές, για να σωθούν, γραπώνονται από τα κάγκελα της φυλακής τους, από την ίδια την καταρρέουσα ταυτότητά τους, από το έθνος-κράτος στο οποίο καταχωρούνται ως υπήκοοι και το οποίο, όπως άριστα, κατά τα λοιπά, γνωρίζουν, τους αντιμετωπίζει ως αναλώσιμους πόρους ή αδιάφορους αριθμούς. Η δυστυχία μπορεί να γίνει όχι μονάχα υποφερτή, αλλά και πηγή σκοτεινής, αχαλίνωτης απόλαυσης, αν την επωμιστεί κανείς περήφανα ως προσωπικό του πεπρωμένο.


Πίνακας που απεικονίζει τις φυλετικές διαβαθμίσεις έτσι όπως με ακρίβεια προσδιορίζονταν από τους νόμους της Νυρεμβέργης: εξ αίματος Γερμανοί, "μικτού γένους", Εβραιοι

Η φιγούρα του «περιπλανώμενου Ιουδαίου» φαίνεται, σήμερα, να δίνει τη θέση της στη φιγούρα του χωρίς χαρτιά μετανάστη, του «παράτυπου» πολίτη «τρίτων χωρών», σύμφωνα με την αργκό της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Η διάχυση της αντιμεταναστευτικής υστερίας γίνεται, βέβαια, καταρχάς δυνατή, όχι τόσο λόγω εμπεδωμένων ξενοφοβικών προκαταλήψεων, αλλά κυρίως λόγω των δεδομένων που δημιουργεί ο πόλεμος των συνόρων, ως οξύτερη έκφραση του ταξικού πολέμου για την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, και συνολικά της ζωής των προλετάριων, που τα κράτη της Ευρώπης έχουν εξαπολύσει. Αν δεν υπήρχε η Αμυγδαλέζα, οι ρατσιστές θα ήταν λιγότεροι και σίγουρα θα είχαν μικρότερη αυτοπεποίθηση. Πίσω, όμως, από τις κραυγές των «μέσων ανθρώπων», που αγωνιούν, όπως οι ίδιοι λένε, για την ακεραιότητα της πατρίδας και της ταυτότητάς τους, υπάρχει ο ίδιος μηχανισμός προβολής και αποποίησης [47] που χαρακτηρίζει ψυχολογικά τον αντισημιτισμό ως πολιτικό πρόγραμμα. Κανένας «λαός» δεν πίεσε «από τα κάτω» τον Χρυσοχοΐδη, τον Παπουτσή και τον Δένδια να στήσουν στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες, όπως και κανένας «λαός» δεν πίεσε την Χριστοδουλοπούλου, τον Πανούση και τον Μουζάλα να κρατήσουν αυτά τα στρατόπεδα ανοιχτά, με ορισμένες μονάχα βελτιωτικές τροποποιήσεις στη λειτουργία τους. Ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού «λαού», παρόλα αυτά, βρήκε στο κολαστήριο της Αμυγδαλέζας ένα σταθερό σημείο αναφοράς για να φανταστεί με πιο ρεαλιστικούς όρους ποια θα μπορούσε να είναι μια «εθνικά ορθή», προσωρινή έστω, λύση του λεγόμενου «μεταναστευτικού ζητήματος», και να ζητήσει αυτή η λύση να εφαρμοστεί με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ένα άλλο μέρος, μάλλον το συντριπτικά μεγαλύτερο, προτίμησε να κοιτάξει τη δουλειά του, αποδεχόμενο, αδιαμαρτύρητα ή με μια κάποια κατά βάθος ανακούφιση, ότι μπορεί ένα ανθρώπινο ον να κρατείται, με μια διοικητική απόφαση της αστυνομίας, για πάνω από 18 μήνες κλεισμένο σε ένα κοντέινερ, χωρίς να έχει διαπράξει κανένα άλλο αδίκημα πέρα από την παρουσία του στην ελληνική επικράτεια ως σύγχρονος «περιπλανώμενος Ιουδαίος», ως μη-ίδιος «με εμάς», μη-ταυτόσημος «τρίτος».

Από τους «πλανόδιους πωλητές παντελονιών» πολωνικής καταγωγής του Τράιτσκε, που ήταν αρκετά επιτήδειοι ώστε μελλοντικά να αναδειχθούν σε πανίσχυρους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, έχουμε σήμερα περάσει στους «πλανόδιους μικροπωλητές» αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής, που είναι, επίσης, αρκετά επιτήδειοι ώστε να λυμαίνονται το εθνικό σύστημα υγείας, να οδηγούν την εθνική οικονομία σε αιμορραγία, να ορθώνουν και να ελέγχουν έναν ολόκληρο υπόκοσμο «παρεμπορίου» που εξωθεί τους ημεδαπούς έντιμους εμπόρους σε χρεωκοπία. Ενδιάμεσος σταθμός, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ανακαλούμε διαρκώς στη σκέψη μας αν θέλουμε να καταλάβουμε επί της ουσίας τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκε ο κόσμος όπου εξακολουθούμε να ζούμε, ήταν ο «αιώνιος Εβραίος», το εξοντώσιμο «τρωκτικό» του Γκέμπελς. Το νήμα που συνδέει και τις τρεις αυτές στερεοτυπικές καρικατούρες είναι η απονενοημένη προσφυγή στην εθνική ενότητα ως όχημα ατομικής σωτηρίας.

Στον κύκλο κοινωνικών αγώνων που συνόδευσε την προηγούμενη φάση της, ακόμα εξελισσόμενης, καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η τάση προς την εθνική ενότητα ήταν εκείνη που βγήκε περισσότερο ενισχυμένη. Η εθνικά πολιτογραφημένη εργατική τάξη στοιχήθηκε πίσω από την μικροαστική τάξη που, για άλλη μια φορά, αρπαζόταν από τα κάγκελα της φυλακής της, ζητώντας από το κράτος να τη σώσει, σώζοντας την εθνική κοινότητα από τους κυκλώνες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Η επιθετική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο, για να αποκατασταθεί η ευρυθμία και να επεκταθεί η κλίμακα εφαρμογής των σχέσεων εκμετάλλευσης, γιατί αυτό είναι πάντοτε μια οικονομική κρίση στον καπιταλισμό, βιώθηκε πολύ λιγότερο ως μια ταξική εκστρατεία των αφεντικών και πολύ περισσότερο ως ένα ακατανόητο, φυσικό φαινόμενο το οποίο μπορούσε να γίνει κάπως ευκρινέστερα αντιληπτό μονάχα αν κανείς έφερνε μπροστά στα μάτια του τις μορφές των διεθνών «τοκογλύφων», των «κερδοσκόπων» ή των «διευθυντηρίων». Ποτέ, όμως, η εθνική ενότητα δεν έθιξε, και ούτε είναι προορισμένη να θίγει, το μωσαϊκό της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Στο τέλος πάντα στρέφεται ενάντια στους ξένους που πλεονάζουν, σε όσους/ες/α δεν μπορούν να αφομοιωθούν ομαλά, ενώ τα πραγματικά αφεντικά, που δεν είναι ούτε τοκογλύφοι ούτε κερδοσκόποι, αλλά εκμεταλλευτές της ζωντανής εργασίας, μένουν στο απυρόβλητο, αυξάνοντας την ισχύ και τα assets τους. 


Αποτυγχάνοντας να ασκήσει έμπρακτη κριτική στη ζωή όπως είναι, αποτυγχάνοντας να αμφισβητήσει τον δικό της ρόλο στην αναπαραγωγή αυτής της ζωής, την ίδια την υπόστασή της ως κεφάλαιο, η «ημεδαπή» εργατική τάξη, και προπάντων το παραδοσιακό της κομμάτι, που είχε εμπειρίες συνδικαλιστικής οργάνωσης, συμμάχησε με, ή δέχτηκε να εκπροσωπηθεί από, τους «μέσους ανθρώπους», και τα κόμματά τους (τον ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos στο αριστερό άκρο του σοβινιστικού λαϊκισμού, τους ΑΝΕΛ και το Front National στο δεξί άκρο του ίδιου ρεύματος, τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, στην πέραν του «δημοκρατικού τόξου» πλευρά του αστικού πολιτικού φάσματος) για να επιζήσει ο κόσμος των εθνικών αφεντικών στον οποίον κάθε εργάτρια και εργάτης είναι αναλώσιμη/ος και ξένη/ος. Η ηγεμονική, προς το παρόν, παρουσία στους δρόμους ενός διαταξικού μπλοκ που υπερασπίζεται την αστική πατρίδα ως «οχυρό ευημερίας» είναι μία από τις πιο δυσοίωνες όψεις της σημερινής συγκυρίας στην Ευρώπη, ένα από τα πιο πυκνά σκοτάδια του παρόντος, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την επανεμφάνιση του φασισμού ως κοινωνικού κινήματος, αλλά και με την ανθεκτικότητά του. Και πρέπει να αποφύγουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας μακριά του.

Lenorman



Σημειώσεις:

[1] Reichstag: «Εθνοσυνέλευση του Βασιλείου», η ονομασία του γερμανικού κοινοβουλίου. Κατά τη ναζιστική περίοδο συνερχόταν μόνο για να ακούσει τις ομιλίες του Χίτλερ και να επισφραγίσει πανηγυρικά τις αποφάσεις του.

[2] Στην ταινία, οι λέξεις μέσα στις αγκύλες, που υπήρχαν στην ομιλία του Χίτλερ, παραλείπονται. Στη χρονική συγκυρία κατά την οποία εκφωνήθηκε η συγκεκριμένη ομιλία, ο Χίτλερ μάλλον είχε άμεσα κατά νου τον μαζικό εκτοπισμό των Γερμανών Εβραίων, αφού αμέσως πριν μιλάει για την ευχέρεια εγκατάστασης των Εβραίων σε άλλες περιοχές. Η χρήση της λέξης «εξολόθρευση» (Vernichtung), όμως, και μάλιστα σε συνάφεια με το ενδεχόμενο ξεσπάσματος πολέμου, προσδίδει ήδη σε αυτό το απόσπασμα τον χαρακτήρα μιας κυριολεκτικής απειλής εξόντωσης. Όπως και νά’χει, ο Χίτλερ επανέλαβε αυτολεξεί την ίδια φράση άλλες τρεις φορές, σε δημόσιες τοποθετήσεις του (στις 20 Ιανουαρίου του 1941, στις 30 Ιανουαρίου και στις 8 Νοεμβρίου του 1942). Είναι πιθανό ότι και η χρήση της, καθ’ εαυτή, στον Αιώνιο Εβραίο έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιλογή του Χίτλερ να τη χρησιμοποιήσει επανειλημμένες φορές τα επόμενα χρόνια. Βλ. Hans Mommsen, “Hitler’s Reichstag speech of 30 January 1939”, History and Memory, 9 (1997), σελ. 147-161.

[3] Stig Hornshøj-Møller, »Der ewige Jude«: Quellenkritische Analyse eines antisemitischen Propagandafilms, Begleitpublikation zur Filmedition G 171 »Der ewige Jude«, Göttingen: Institut für den Wissenschaftlichen Film, 1995, σελ. 19.

[4] Βλ. τα αυτοβιογραφικά του βιβλία: Fritz Hippler, Die Verstrickung: Einstellungen und Rückblenden, Düsseldorf: Verlag Mehr Wissen, 1981· του ίδιου, Korrekturen: Zeitgeschichtliche Spurensuche, einmal anders, Berg: VGB-Verlagsgesellschaft, 1994. Για την καριέρα του στον γερμανικό κινηματογράφο βλ. Roel Vande Winkel, “Nazi Germany’s Fritz Hippler, 1909-2002”, Historical Journal of Film, Radio and Television, 23 (2003), σελ. 91-99, και Hans-Jürgen Brandt, NS-Filmtheorie und dokumentarische Praxis: Hippler, Noldan, Junghans, Tübingen: Max Niemeyer Verlag, 1987.

[5] Βλ. Klaus Körner, “Von der antibolschewistischen zur antisowjetischen Propaganda: Dr. Eberhard Taubert“, στον τόμο: Arnold Sywottek (επιμ.), Der Kalte Krieg – Vorspiel zum Frieden?, Jahrbuch für Historische Friedensforschung 2, Münster & Hamburg: Lit, 1994, σελ. 54-68.

[6] Βλ. Bernt Engelmann, Schwarzbuch Helmut Kohl, oder: wie man einen Staat ruiniert, Göttingen: Steidl, 1998, σελ. 27-43.

[7] Μια σύντομη βιογραφία του Γκίζε υπάρχει στο blog Die vergessenen Filme: Synchronisierte Filme in Deutschland 1930-1945: “Harry Giese” <https://dievergessenenfilme.wordpress.com/2015/11/27/harry-giese/> (προσβάσιμο στις 03/03/16).

[8] Wehrmacht: «Αμυντική Δύναμη», η ονομασία του γερμανικού τακτικού στρατού υπό τους Ναζί.

[9] שואה, Shoah: «Καταστροφή», ο καθιερωμένος εβραϊκός όρος για τη βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί.

[10] Hornshøj-Møller, »Der ewige Jude«, ό.π., σελ. 9.

[11] Γενικά για τα πολωνικά γκέτο βλ. Christopher Browning, The origins of the Final Solution: The evolution of Nazi Jewish policy, September 1939 – March 1942, Lincoln, ΝΕ: University of Nebraska Press & Jerusalem: Yad Vashem, 2004, σελ. 111-168.

[12] Η έμφυλη διάσταση της αντισημιτικής βίας μόλις πρόσφατα άρχισε να γίνεται αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης. Για το γκέτο της Βαρσοβίας βλ. Katarzyna Person, “Sexual violence during the Holocaust – The case of forced prostitution in the Warsaw Ghetto”, Shofar, 33 (2015), σελ. 103-121. Γενικότερα, για τη μεγάλη ποικιλία μορφών σεξουαλικής βίας κατά των Εβραίων γυναικών, και ιδίως τους βιασμούς, ως μια αρκετά συνηθισμένη πρακτική των Ναζί σε όλη την επικράτεια του Τρίτου Ράιχ, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις για λόγους διατήρησης της φυλετικής καθαρότητας, βλ. Sonja M. Hedgepeth & Rochelle G. Saidel (επιμ.), Sexual violence against Jewish women during the Holocaust, Waltham, MA: Brandeis University Press, 2010· Steven T. Katz, “Thoughts on the intersection of rape and Rassenchande during the Holocaust”, Modern Judaism, 32 (2012), σελ. 293-322· Beverley Chalmers, “Jewish women’s sexual behavior and sexualized abuse during the Nazi era”, The Canadian Journal of Human Sexuality, 24 (2015), σελ. 184-196.

[13] Hornshøj-Møller, »Der ewige Jude«, ό.π., σελ. 273.

[14] Βλ. Guy Miron, “‘Lately, almost constantly, everything seems small to me’: The lived space of German Jews under the Nazi regime”, Jewish Social Studies, 20 (2013), σελ. 121-149 – οι αναφορές στις σελ. 129, 136-137.

[15] Hippler, Die Verstrickung, ό.π., σελ. 187. Πρβλ. του ίδιου, Korrekturen, ό.π., σελ. 276.

[16] Αναφέρεται από τον Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2009, σελ. 189.

[17] Siegfried Kracauer, Η θεωρία του κινηματογράφου: Η απελευθέρωση της φυσικής πραγματικότητας, μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Αθήνα: Κάλβος, 1983, σελ. 235-241.

[18] Βλ. την ανάλυση της Claire Aslangul, “Faire peur, faire « vrai »: Der ewige Jude. Objectifs, procédés et paradoxes d’un « documentaire » antisémite”, ILCEA [διαδικτυακή έκδοση], 23 (2015) [= Éric Dufour & François Genton (επιμ.), Le national-socialisme dans son cinéma], <http://ilcea.revues.org/3402> (προσβάσιμο στις 18/02/16).

[19] Kracauer, “The Eternal Jew” (1956), στον τόμο: Johannes von Moltke & Kristy Rawson (επιμ.), Siegfried Kracauer’s American writings: Essays on film and popular culture, Berkeley, Los Angeles & London: University of California Press, 2012, σελ. 162-165.

[20] Βλ. Stephen G. Fritz, Ostkrieg: Hitler’s war of extermination in the East, Lexington, KY: The University Press of Kentucky, 2011, σελ. 14-15.

[21] Βλ. Alan E. Steinweis, Kristallnacht 1938, Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University Press, 2009, σελ. 22-35, 119-127.

[22] Ό.π., σελ. 128-129.

[23] Theodor Adorno, “Erziehung nach Auschwitz” (1967), στον τόμο: του ίδιου, Stichworte: Kritische Modelle 2, Frankfurt am Main: Suhrkamp Verlag, 1969, σελ. 85-101 – το παράθεμα στις σελ. 97-98.

[24] Yizhak Ahren, Stig Hornshøj-Møller & Christoph Melchers, “Der ewige Jude”: Wie Goebbels hetzte: Untersuchungen zum nationalsozialistischen Propagandafilm, Aachen: Alano Verlag, 1990, σελ. 29.

[25] “DOK. 135: In den Meldungen aus dem Reich wird am 20. Januar 1941 über Reaktionen auf den Film „Der ewige Jude“ berichtet”, στον τόμο: Andrea Löw (επιμ.), Die Verfolgung und Ermordung der europäischen Juden durch das nationalsozialistische Deutschland 1933-1945, Band 3: Deutsches Reich und Protektorat, September 1939 – September 1941, München: Oldenbourg Verlag, 2012, σελ. 368-370 – η αναφορά στις αντιδράσεις για τη σκηνή της τελετουργικής σφαγής γίνεται στις σελ. 369-370.

[26] Βλ. Jennifer Hansen, “The art and science of reading faces: Strategies of racist cinema in the Third Reich”, Shofar, 28 (2009), σελ. 80-103. 



[27] «Λαός» στα γερμανικά. Η λέξη αυτή είχε προεξέχουσα θέση, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 20ού, στο λεξιλόγιο του γερμανικού ριζοσπαστικού εθνικισμού, αποκτώντας τη σημασία μιας βιολογικής εθνικής κοινότητας της οποίας η ιστορική μοίρα συναρτάται άμεσα με αυτήν του εθνικού κράτους. Βλ. Peter Walkenhorst, Nation – Volk – Rasse: Radikaler Nationalismus im deutschen Kaiserreich 1890-1914, Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 2007. Ο Χίτλερ χρησιμοποιούσε τη λέξη Volk εναλλακτικά στη λέξη Rasse (φυλή), και δεν αμελούσε ποτέ να τονίσει ότι κύριος στόχος κάθε ασκούμενης πολιτικής οφείλει να είναι η ενίσχυση της ικανότητας του γερμανικού Volk να επικρατεί, χάρη στη στρατιωτική του ισχύ και τα πολιτισμικά του επιτεύγματα, στον υπαρξιακό ανταγωνισμό του με τα υπόλοιπα έθνη. Βλ. Richard Weikart, Hitler’s ethic: The Nazi pursuit of evolutionary progress, New York: Palgrave Macmillan, 2009, σελ. 33-84.

[28] Adolf Hitler, Mein Kampf, München: Zentralverlag der NSDAP., Frz. Eher Nachf., 1943, σελ. 222, 225. Την ίδια φράση θα παραθέσει και ο Ναζί δημοσιογράφος Heinz Schwaibold παρουσιάζοντας τον Αιώνιο Εβραίο από τις στήλες της τοπικής εφημερίδας Kreiszeitung für die Ost-Prignitz, τον Δεκέμβριο του 1940, συμπληρώνοντας ότι «το φιλμ Ο Αιώνιος Εβραίος σε αυτό κυρίως αποσκοπεί: κάθε Γερμανός λαϊκός σύντροφος να αφομοιώσει αυτήν την ξεκάθαρη και αδιάλλακτη πολεμική τοποθέτηση ενάντια στον εβραϊσμό, και να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη του εβραϊκού ζητήματος», “DOK. 124: Kreiszeitung für die Ost-Prignitz: Artikel vom 4. Dezember 1940 über die Entstehung des Films „Der ewige Jude“”, στον τόμο: Löw (επιμ.), Deutsches Reich und Protektorat, ό.π., σελ. 333-335 – το παράθεμα στη σελ. 335.

[29] Regine Mihal Friedman, “Juden-Ratten – Von der rassistischen Metonymie zur tierischen Metapher in Fritz Hipplers Film Der ewige Jude”, μετάφραση: Gertrud Koch, Frauen und Film, 47 (1989), σελ. 24-35 – η αναφορά στη σελ. 34.

[30] Βλ. Marcel Stoetzler, The state, the nation & the Jews: Liberalism and the Antisemitism Dispute in Bismarck’s Germany, Lincoln & London: University of Nebraska Press, 2008.

[31] Max Weber, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μετάφραση: Μιχάλης Γ. Κυπραίος, Αθήνα: Gutenberg, 1984, σελ. 159.

[32] Everett C. Hughes, “Good people and dirty work”, Social Problems, 10 (1962), σελ. 3-11 – το παράθεμα στη σελ. 5.

[33] Σύμφωνα με επίσημες αναφορές των Ναζί διοικητών στην πόλη Κρίβγι Ριχ της ανατολικής Ουκρανίας, το φθινόπωρο του 1941, ενώ οι «μονάδες ταχείας επέμβασης» συγκέντρωναν και εκτελούσαν μαζικά όσους Εβραίους εντόπιζαν, στους τοπικούς κινηματογράφους προβαλλόταν Ο Αιώνιος Εβραίος. Βλ. Wendy Lower, “The ‘reibungslose’ Holocaust? The German military and civilian implementation of the ‘Final Solution’ in Ukraine, 1941-1944”, στον τόμο: Gerard D. Feldman & Wolfgang Seibel (επιμ.), Networks of Nazi persecution: Bureaucracy, business, and the organization of the Holocaust, New York & Oxford: Berghahn Books, 2005, σελ. 236-256 – η αναφορά στη σελ. 245.

[34] Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις του Andreas Musolff, Metaphor, nation and the Holocaust: The concept of the body politic, New York & London: Routledge, 2010, σελ. 58-59.

[35] Βλ. Ian Kershaw, Popular opinion and political dissent in the Third Reich, Bavaria 1933-1945, Oxford: Clarendon Press, 1983, σελ. 224-277.

[36] Μαξ Χορκχάιμερ, Η έκλειψη του Λόγου, μετάφραση: Θέμις Μίνογλου, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική, 1987, σελ. 151-152.

[37] Ό.π., σελ. 152.

[38] Βλ. το σχετικό κείμενο των Αυτόνομων Ομάδων Μηδέν Άπειρο, Σαχ και No Woman's Land, Σχεδόν ... αόρατοι: Η παρανομοποίηση της εργασίας ως κρατική στρατηγική για τη μετανάστευση, Αθήνα, 2009 (επανέκδοση: Αθήνα: Antifa Scripta, 2013).

[39] Christoph Görg & Joachim Hirsch, “Is international democracy possible?”, Review of International Political Economy, 5 (1998), σελ. 585-615 – το παράθεμα στη σελ. 603.

[40] Joachim Hirsch, Der nationale Wettbewerbsstaat: Staat, Demokratie und Politik im globalen Kapitalismus, Berlin & Amsterdam: Edition ID-Archiv, 1995, σελ. 160.

[41] Αυτή η έννοια, τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιείται στα κείμενα των μελών της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης, βλ. ιδίως Νίκος Χαραλαμπόπουλος, «Για το κράτος έκτακτης ανάγκης», στο blog Ταξικές Μηχανές – Die Bestimmung des Menschen: <http://bestimmung.blogspot.gr/2014/07/18.html> (προσβάσιμο στις 10/03/16).

[42] Hirsch, Der nationale Wettbewerbsstaat, ό.π., σελ. 160.

[43] Heinrich von Treitschke, “Unsere Aussichten” (1879), στον τόμο: Karsten Krieger (επιμ.), Der „Berliner Antisemitismusstreit“ 1879-1881: Eine Kontroverse um die Zugehörigkeit der deutschen Juden zur Nation, Kommentierte Quellenedition im Auftrag des Zentrum für Antisemitismusforschung, 2 τόμοι, München: K. G. Saur, 2003, τόμ. 1, σελ. 6-16 – τα παραθέματα στη σελ. 11.

[44] Μαξ Χορκχάιμερ & Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του διαφωτισμού, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Αθήνα: Ύψιλον, 1986, σελ. 231.

[45] Βλ. Stoetzler, The state, the nation & the Jews, ό.π., ιδίως τα συμπεράσματα στις σελ. 275-308. Πρβλ. επίσης Alexandra Kurth & Samuel Salzborn, “Antislawismus und Antisemitismus: Politisch-psychologische Reflexionen über das Stereotyp des Ostjuden”, στον τόμο: Edmund Dmitrów & Tobias Weger (επιμ.), Deutschlands östliche Nachbarschaften: Eine Sammlung von historischen Essays für Hans Henning Hahn, Frankfurt am Main: Peter Lang, 2009, σελ. 309-324. Για μια διαφορετική προσέγγιση, κατά την οποία η διαμάχη που προκάλεσαν οι θέσεις του Τράιτσκε αφορούσε πρώτα απ’ όλα τη θρησκευτική αντίθεση Χριστιανών-Εβραίων βλ. Georg Kohler, “German spirit and Holy Ghost – Treitschke’s call for conversion of German Jewry: The debate revisited”, Modern Judaism, 30 (2010), σελ. 172-195.

[46] Klaus Holz, “Die antisemitische Konstruktion des „Dritten“ und die nationale Ordnung der Welt”, στον τόμο: Christina von Braun & Eva-Maria Ziege (επιμ.), „Das ‚bewegliche Vorurteil‘“: Aspekte des internationalen Antisemitismus, Würzburg: Königshausen & Neumann, 2004, σελ. 43-61 – η αναφορά στη σελ. 52.

[47] Στην ψυχανάλυση, αποποίηση (Verneinung) είναι η «διεργασία με την οποία το υποκείμενο, τη στιγμή ακριβώς που διατυπώνει επιθυμίες, σκέψεις ή συναισθήματα που ήταν μέχρι τότε απωθημένα, επιμένει να αμύνεται απέναντι σ’ αυτά, αρνούμενο να αναγνωρίσει ότι του ανήκουν». Jean Laplanche & J.-B. Pontalis, Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, μετάφραση: Β. Καψαμπέλης, Α. Χαλκούση, Α. Σκούλικα, & Π. Αλούπης, Αθήνα: Κέδρος, 1986, σελ. 74-77.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου