Αναδημοσίευση από το site provo.gr (07/09/15)
Ο υποψήφιος Διδάκτορας στο Κέντρο Μελετών για την Μετανάστευση (Unine), Robin Stünzi, ασκεί κριτική στα αναληθή στοιχεία που αναπαράγουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Πηγή: LE TEMPES
Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελοντί Κ.
Εδώ και αρκετούς μήνες, οι δραματικές εικόνες στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης συνοδεύονται από ένα λόγο που προάγει την ιδέα ότι η Ευρώπη “κατακλύζεται” από μαζική και άνευ προηγουμένου μετανάστευση. Αυτός ο λόγος βασίζεται σε μια στενή αντίληψη των υπαρχουσών διαδικασιών και οδηγεί στην άρνηση της ανάγκης προστασίας των μεταναστών με στόχο την ενίσχυση των πολιτικών ασφαλείας οι οποίες έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές.
Οι άνθρωποι που ήρθαν στην Ευρώπη για να ζητήσουν άσυλο το 2014 ανέρχονται σε περίπου 660.000 και το 2015 σε πάνω από 400.000 κατά τους πρώτους έξι μήνες. Ωστόσο 60 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί διά της βίας σε όλο τον κόσμο και πάνω από το 80% από αυτούς βρίσκονται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη επηρεάστηκε μόνο οριακά από το φαινόμενο αυτό.
Από ιστορική άποψη, ο λόγος της «μαζικής εισροής» αγνοεί τις πολυάριθμες περιπτώσεις υποδοχής ανθρώπων που σημάδεψαν την Δυτική Ευρώπη. Δεν θα επικεντρωθούμε εδώ σε αυτά τα γεγονότα. Θεωρούμε ωστόσο χρήσιμο να υπενθυμίσουμε πως το 1992, 670.000 αιτήσεις ασύλου υποβλήθηκαν στην ΕΕ των 15, έναντι 620.000 το 2014 στην ΕΕ των 28. Παρ’όλο που και εκείνη την εποχή είχε επικρατήσει η ιδια κινδυνολογία για ”μαζικές εισροές’’, πολλές χώρες υποδέχτηκαν πρόσφυγες, μεταξύ αυτών και η Ελβετία. Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες αναγνωρίζουν τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά οφέλη που αποκόμισαν, αλλά αρνούνται να υιοθετήσουν την ίδια στάση απέναντι στις τωρινές μεταναστευτικές ροές.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούμε την ανάδυση ενός λόγου που εξομοιώνει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες με «κύμμα», «τσουνάμι» ή «σμήνος» (σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον) έτοιμο να «πλημμυρίσει» την Ευρώπη. Η χρήση τέτοιου λεξιλογίου, υπαγορεύεται από βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη και μιντιακό εντυπωσιασμό και συμβάλει στην εργαλειοποίηση και την αποκτήνωση τους. Από τη στιγμή που αναγάγονται σε απειλητικές αφαιρέσεις, γίνεται πολύ πιο εύκολο να απαιτηθεί η ενίσχυση της κατασταλτικής πολιτικής που αρνείται την ανάγκη τους για προστασία. Αυτή η πολιτική που διεξάγουν τα ευρωπαϊκά κράτη εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες υπό τους όρους της "ασφάλειας των συνόρων" ή της “καταπολέμησης" της "λαθρο"-μετανάστευσης έχει αποδειχθεί δαπανηρή, αναποτελεσματική, και ανθρωπίνως απαράδεκτη.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι τα 28 μέλη της ΕΕ έχουν δαπανήσει τουλάχιστον 13 δις ευρώ από το 2000 μέχρι σήμερα, σε μηχανισμούς για να μπλοκάρουν την πρόσβαση των αιτούντων ασύλου στο έδαφός τους. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική εκτός από δαπανηρή και θανατηφόρα, είναι και σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική – πολλοί κατάφεραν, με τον έναν ή άλλο τρόπο, να εισέλθουν στα εδάφη από τα οποία τους είχαν αποκλείσει – και προκάλεσε τα φαινόμενα τα οποία ισχυριζόταν ότι θέλει να καταπολεμήσει. Αναγκάζοντας τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν επικίνδυνους δρόμους, η πολιτική αυτή επέτρεψε την ανάπτυξη δικτύων εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων που όλοι παρουσιάζουν σαν τους κύριους υπεύθυνους για την «μεταναστευτική κρίση» συγχέοντας τις αιτίες και τις συνέπειες: τα δίκτυα διακίνησης είναι απλώς το αποτέλεσμα των κατασταλτικών πολιτικών, όχι η αιτία των μεταναστευτικών ροών.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι καταστροφικά: μέσα σε δύο δεκαετίες, περισσότεροι από 20.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά πλήρωσαν με τη ζωή τους την προσπάθειά τους να εισέλθουν στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Όμως ο κυρίαρχος λόγος που επικεντρώνεται στις “μαζικές εισροές” τείνει να συσκοτίσει αυτή τη σκληρή πραγματικότητα και να υπονομεύσει τις προσπάθειες δημιουργίας και ρύθμισης νόμιμων διαύλων μετανάστευσης. Διαδίδει την ιδέα ότι όλοι οι εκτοπισμένοι άνθρωποι σήμερα στις νότιες ακτές της Μεσογείου θα πήγαιναν στην Ευρώπη, εάν τους το επέτρεπε το νομικό πλαίσιο. Αυτές οι ευφάνταστες προβολές επισκιάζουν εντελώς το υψηλό κόστος της μετανάστευσης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αν πολλοί άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να κάνουν το ταξίδι, δεν επιθυμούν όλοι να αποχωριστούν τον τόπο όπου ζούν (ακόμα κι αν είναι προσωρινός και επισφαλής), την οικογένειά τους και τα κοινωνικά τους δίκτυα για να πάνε σε μια χώρα της οποίας δεν γνωρίζουν την γλώσσα και όπου δεν θα αναγνωρίζονται η εκπαίδευσή και η επαγγελματική κατάρτιση τους. Αυτό μάλλον αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα εφόσον οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν μόνο το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Είμαστε όμως ανίκανοι να αναγνωρίσουμε αυτή τη πραγματικότητα και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε την μετανάστευση ως «πρόβλημα» που πρέπει να «λύσουμε» πάση θυσία. Στη πραγματικότητα, αυτό που μας παρουσιάζεται ως κρίση της μετανάστευσης οφείλεται σε ένα βαθμό στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την μετανάστευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου