Το παρακάτω κείμενο υπογράφουν οι Lenorman και Paul της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας Βύρωνα
Τώρα που φτάνουν στις οθόνες μας από τις πρωτεύουσες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου εικόνες ίδιες με εκείνες που συνοδεύουν πολλά χρόνια τώρα, τα ρεπορτάζ για τις εκρήξεις σε συνοικίες της Βαγδάτης, μπορούμε πια να μιλήσουμε για τη σύγχρονη βαρβαρότητα συγκεκριμένα. Μπορούμε να την βγάλουμε από τη ντουλάπα με τους κρυμμένους σκελετούς, να διαπιστώσουμε το βάθος της και την καθολικότητά της, να πάψουμε να πιστεύουμε ότι η φρίκη βρίκεται πέρα από τα σιδερόφρακτα σύνορα των χωρών μας, και μόνο έμμεσα τάχα μας αφορά.
Μοιάζει βέβαια κάπως ειρωνικό το γεγονός ότι σε μια περίοδο όπου όλα κρίνονται από την πορεία ορισμένων οικονομικών δεικτών και από το τι θα πουν οι αγορές, φαίνεται να αναβιώνει μια τέτοια σφοδρή ‘σύγκρουση πολιτισμών’. Στην πραγματικότητα, όμως, η μουσική της κόλασης που ακούγεται, όλο και πιο δυνατά, πηγάζει από την καρδιά ενός και μόνου πολιτισμού, εκείνου που συναντάμε παντού στον πλανήτη, κάτω από παρόμοιες φωτεινές επιγραφές, μέσα στις ίδιες πλαστικές συσκευασίες, πάνω από τους ίδιους κλειδωμένους στόχους των πολεμικών αεροσκαφών και των αστυνομικών ελικοπτέρων.
Η σημερινή κοινωνική πραγματικότητα έχει διαμορφωθεί από ένα κύμα αλλεπάλληλων επιθέσεων του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο ενάντια στην κοινωνική ισχύ που είχε στο παρελθόν κατακτήσει η εργατική τάξη (στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική τουλάχιστον), καθώς και ενάντια σε καθετί που δεν υπαγόταν άμεσα στις κυρίαρχες εκμεταλλευτικές σχέσεις. Ό,τι δεν προσαρμοζόταν ομαλά στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων έπρεπε να απομονωθεί, να ελεγχθεί, να αναμορφωθεί και να πειθαρχηθεί, είτε πρόκειται για όσους/ες διαβιούσαν στα περιθώρια ή στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, είτε πρόκειται για ολόκληρες κοινωνίες, στις πρώην αποικιακές χώρες και στην ανατολική Ευρώπη, που δεν είχαν γίνει ακόμα πρόσφορα πεδία βολής για τους καπιταλιστές μάγους των κερδοφόρων ισολογισμών και των παχυλών bonus.
Μπορεί ίσως να ηχούν ‘ξύλινα’ όλα αυτά, είναι όμως τόσο χειροπιαστά όσο και μια ξαφνική περικοπή μισθού ή μια απόλυση. Ένα lock out, μια ακόμα δέσμη κυβερνητικών μέτρων για την ‘ανταγωνιστικότητα της οικονομίας’, μια έξωση, μια ‘συγχώνευση’ κοινωνικών υπηρεσιών, νοσοκομείων ή σχολείων, ένα μπουντρούμι με υποδουλωμένες γυναίκες που ικανοποιούν υποδουλωμένους άντρες δίπλα στα φραουλοχώραφα. Ή τέλος, είναι τόσο χειροπιαστά, όσο και τα εγκαίνια νέων φυλακών υψίστης ασφαλείας ή ενός νέου στρατοπέδου συγκέντρωσης για εργάτες/τριες χωρίς χαρτιά.
Όταν η εκστρατεία των αφεντικών για την αναδόμηση των κοινωνιών από τη μία ως την άλλη άκρη της υδρογείου, ώστε να επιβληθεί παντού το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση που κυριαρχεί αδιαμφισβήτητα και ισχύει καθολικά, πήρε τη μορφή μιας παγκόσμιας πολεμικής εκστρατείας, με πρόσχημα αρχικά την ισλαμιστική τρομοκρατία και αργότερα τις ψευδείς (όπως αποδείχτηκε) πληροφορίες περί όπλων μαζικής καταστροφής στο οπλοστάσιο του ιρακινού στρατοκρατικού δικτατορικού καθεστώτος (το οποίο οι ΗΠΑ στήριζαν επι χρόνια) ο πολεμος και η φρίκη, για κάποια εκατομμύρια ανθρώπων, και για πάνω από μια δεκαετία, έγιναν μια αντικειμενική κατάσταση: για όσους/ες γεννήθηκαν στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, αμέσως μετά την αυγή του 21ου αιώνα, οι βόμβες, οι πυροβολισμοί και οι περιπολίες ένοπλων αποσπασμάτων είναι στοιχεία μιας φυσιολογικής καθημερινής ζωής.
Ως πραγματική δυνατότητα όμως, ο πόλεμος και η φρίκη ήταν ήδη και εδώ, στην άλλοτε ευημερούσα Δύση. Η στρατιωτικού τύπου επιτήρηση, η βία και η καταστολή έγιναν, ήδη από τα τέλη του ’70, το κύριο μέσο αναχαίτισης του ‘εσωτερικού εχθρού’, όπως πια είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζονται οι ολοένα αυξανόμενες μάζες των εξαθλιωμένων προλεταρίων, αλλά και τα τμήματα της εργατικής τάξης που παρέμεναν απείθαρχα ή διατηρούσαν ακόμα μια κάποια μαχητική διάθεση. Τα παρισινά προάστια και οι γκετοποιημένες συνοικίες των μεγάλων πόλεων στις ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε αγαπημένα σημεία αναφοράς των καθεστωτικών δημοσιογράφων που ζητούσαν αδυσώπητη προληπτική αστυνόμευση στις ‘επικίνδυνες ζώνες’ των πόλεων. Στην ελληνική κοινωνία, λίγο αργότερα, αλλά στο ίδιο κλίμα, οι ναυτεργάτες του Πειραιά, οι απεργοί εκπαιδευτικοί, οι διαδηλωτές που επέλεγαν να αμυνθούν στις δυνάμεις καταστολής, παρουσιάζονταν ως μια ‘ασύμμετρη απειλή’ για την οποία απαιτείται να χρησιμοποιηθεί, χωρίς τις περιττές πια μεταπολιτευτικές δημοκρατικές αναστολές, μια στρατιωτικοποιημένη αστυνομία.
Ο στόχος του ταξικού πολέμου που διεξάγεται από την ‘αφρόκρεμα’ των χωρών μας, από τους πιο πλούσιους, τους πιο πετυχημένους, τους πιο ισχυρούς, τους πιο καλά εξοπλισμένους, ενάντια στη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία που πουλάει καθημερινά το τομάρι της για να ζήσει είναι, αυτό που λέμε, κοινότατος. Όχι μόνο γιατί όλοι/ες τον αντιλαμβάνονται, παρότι όλοι σχεδόν αποφεύγουν να αναφερθούν ανοιχτά και δημόσια σε αυτόν. Αλλά και γιατί παραπέμπει στις χειρότερες, τις πιο ευτελείς, πτυχές της ανθρώπινης ιστορίας: στόχος των αφεντικών είναι η δική τους κερδοφορία και η δική μας καθυπόταξη.
Από μια άποψη, τα πράγματα είναι περισσότερο απλά από ποτέ. Κάποιοι από εμάς θα είναι χρήσιμοι, κάποιοι άλλοι θα συντριβούν, κάποιοι θα απορριφθούν ως σκουπίδια, αλλά όλοι μας θα ζούμε μόνιμα με το ασήκωτο βάρος της καθημερινής επιβίωσης. Αυτό δεν είναι το νόημα των αριθμητικών υπολογισμών από τους οποίους βγήκαν τα νούμερα των υπό απόλυση δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Μεγάλη Βρετανία κ.ο.κ.; Αυτό, επί της ουσίας, δεν περιγράφεται στις προτροπές και τις προβλέψεις των διάφορων, νεοφιλελεύθερων ή νεοκεϋνσιανών, γκουρού της οικονομίας; Αυτό τελικά δεν είναι η πεμπτουσία της λεγόμενης επιστήμης της ‘διαχείρισης ανθρώπινων πόρων’, μια επιστήμη που ερευνά το αντικείμενό της καθημερινά σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις, κατανέμοντας απολύσεις, ώρες εργασίας, τεστ αποδοτικότητας, ασκήσεις ρουφιανέματος και ελέγχου των συναδέλφων μας;
Από μιαν άλλη πλευρά, ωστόσο, τα πράγματα είναι περισσότερο δύσκολα από ποτέ, γιατί όταν παίζεις με ζωές, και όχι με αριθμούς, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ότι ο λαγός που περιμένεις θα βγει πράγματι στο τέλος μέσα απ’ το καπέλο. Η πραγματικότητα εντός της οποίας ζούμε δεν διαμορφώθηκε μόνο από την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού, αλλά και από τους αγώνες εναντίον της, και ακόμα περισσότερο, από την απόγνωση, το μίσος και τις (αυτο)καταστροφικές ενορμήσεις που η μαζική υποτίμηση των ζωών μας έχει ήδη επισσωρεύσει.
Αυτή η ιστορία κρατάει πάνω από 30 χρόνια. Έχει σημαδέψει τις ζωές μιας γενιάς, και αποτελεί το πραγματικό πλαίσιο συνθηκών που έχει κληρονομήσει η επόμενη, τον τοίχο στον οποίο ήδη βρίσκει, και θα βρίσκει, κάθε ατομική ή συλλογική προσπάθεια. Στο εσωτερικό των κοινωνιών της καπιταλιστικής Δύσης έχει δημιουργηθεί μια αχανής μάζα υποψήφιων αποβλήτων, πλεονασματικών ανθρώπινων όντων, και λίγο πιο πάνω της βρίσκεται μια διόλου ευκαταφρόνητη μάζα που βλέπει να της παίρνουν πίσω όσα είχε στο παρελθόν κερδίσει και προσπαθεί να κρατήσει με νύχια και με δόντια ακόμα και λιγοστά ψίχουλα. Αυτά τα ψίχουλα που σήμερα τα αφεντικά είναι διατεθειμένα να πετάξουν σε ό,τι κάποτε άνηκε στην καθωσπρέπει μεσαία τάξη και στην εργατική αριστοκρατία.
Στην Αφρική και την Ασία η μπάλα έχει από καιρό χαθεί, αφού η υποτίμηση της ζωής έχει προχωρήσει τόσο πολύ που κανένας πια δεν έχει τίποτα να χάσει: δεκάχρονα κορίτσια ανατινάζονται για τον Μωάμεθ (Νιγηρία), εργάτες αυτοκτονούν ομαδικά (Κινά), στρατοί κανονικών διεθνώς αναγνωρισμένων κρατών (Συρία και Ιράκ) συναγωνίζονται τους στρατούς των τζιχαντιστικών ομάδων στη βαρβαρότητα, αναρτώντας στο διαδίκτυο καθημερινά, με περηφάνια και πικρόχολο χιούμορ, εικόνες από κατακρεουργημένα πτώματα αντιπάλων. Στην Λατινική Αμερική, η εμφάνιση μιας σειράς από αριστερές κυβερνήσεις φαίνεται να έχει συγκρατήσει το ρυθμό εξάπλωσης της βαρβαρότητας, αλλά όσα συμβαίνουν στο Μεξικό, όπου συμμορίες αδειάζουν μέρα-μεσημέρι αποκεφαλισμένα πτώματα στους δρόμους, είναι μάλλον μια πιο χαρακτηριστική εικόνα από το μέλλον που έρχεται αν δεν αλλάξει η ροή των πραγμάτων.
Το κοινωνικό τοπίο στον πλανήτη είναι ήδη αρκετά σκοτεινό. Οι αλλεπάλληλες ήττες του ιστορικού εργατικού κινήματος και η τωρινή αποσύνθεση ακόμα και της ίδιας της εργατικής ταυτότητας ενισχύουν την τάση διάχυσης και εσωτερίκευσης της βαρβαρότητας στα κολασμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Παράλληλα δίνουν πρόσφορο έδαφος σε όσους θέλουν να σώσουν την πάρτη τους ταυτιζόμενοι με τα αφεντικά, να οργανωθούν επιθετικά και να επιβληθούν στον δημόσιο λόγο, απαιτώντας τη συντριβή όσων βρίσκονται κάποια σκαλιά πιο κάτω.
Στην Γαλλία, το ένα τρίτο του πληθυσμού ψηφίζει σήμερα Λεπέν, στις ΗΠΑ οι λαϊκοί δικαστές ψηφίζουν υπέρ της απαλλαγής των αστυνομικών που δολοφονούν Αφροαμερικάνους, και στην Ελλάδα ένα ποσοστό που κυμαίνεται από το 7 ως το 15% συντάσσεται επίμονα και συνειδητά με μια ομάδα δολοφόνων Ναζί. Αν εξαιρέσουμε το μαζικό ελληνικό αντιφασιστικό κίνημα, απέναντι σε αυτά τα διψασμένα για αίμα κοινωνικά μπλοκ, εκείνο που προς το παρόν κυρίως ενισχύεται ως απάντηση από την μεριά των ταξικά/κοινωνικά καταπιεσμένων είναι η τυφλή, αυτοκαταστροφική βία και η αναζήτηση μιας φαντασιακής/ψεύτικης κοινότητας μέσω του θρησκευτικού φανατισμού (οι οπλοφόροι που εισέβαλαν στα γραφεία του Charlie Hebdo ήταν ‘παιδιά των υποβαθμισμένων προαστίων’). Τούτος ο θρησκευτικός φανατισμός, τείνει πια να γίνει το αντεστραμμένο, αλλά εξίσου αποκρουστικό, είδωλο του ευρωπαϊκού νεοφασισμού. Και τα δύο αυτά κοινωνικά ρεύματα συγκροτούν μια βάρβαρη πρόταση για την οργάνωση της κοινωνίας. Αποτελούν μια βάρβαρη προσαρμογή στην επελαύνουσα βαρβαρότητα του κεφαλαίου. Δεν επιφυλάσσουν κανένα ξύπνημα από τον σημερινό εφιάλτη. Αντίθετα, μετατρέπουν τον ίδιον αυτόν εφιάλτη σε όραμα για το οποίο αξίζει κανείς να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.
Όσοι/ες πιστεύουν ότι υπό τέτοιες συνθήκες αρκεί να βγάλουμε από το συρτάρι τα επαναστατικά μας συνθήματα ή, ακόμα χειρότερα, αρκεί να πάμε την Κυριακή να ψηφίσουμε αριστερά, ώστε ο τρόμος να δώσει και πάλι τη θέση του στην ελπίδα, δεν είναι μόνο βαθιά νυχτωμένοι, αλλά και στρώνουν με τα ροδοπέταλά τους το δρόμο προς την κόλαση. Όσοι/ες, από την άλλη μεριά, αρκούνται στην (οπωσδήποτε αναγκαία κατά τα λοιπά) άμεση δράση ενάντια στους οργανωμένους φασίστες, υποτιμώντας τον φασισμό ως κοινωνική τάση με βαθιές ρίζες και πολύ σοβαρές μελλοντικές προοπτικές, αδυνατούν να δουν ότι οι κοινωνικοί συσχετισμοί που έχουν ήδη φτιαχτεί είναι χειρότεροι απ’ ό,τι φανταζόμαστε κάθε φορά που ένας φασίστας φεύγει κυνηγημένος. Δεν αρκεί να επικρατήσουμε έναντι των χρυσαυγιτών στους δρόμους για να αντισταφούν οι τάσεις που αντικειμενικά δεσπόζουν στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Τώρα είναι περισσότερο απαραίτητο από ποτέ να σκεφτούμε και να συζητήσουμε συλλογικά για τους αγώνες που έγιναν, τους αγώνες που εκκρεμούν και τους αγώνες που μένουν να γίνουν, ώστε οι πράξεις μας και τα λόγια μας να αποκτήσουν και πάλι μια ζωντανή σχέση: να μιλάμε πράγματι για αυτά που διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας και να δοκιμάζουμε σε πραγματικό χρόνο την αξία των ιδεών, των προσδοκιών, των στοιχημάτων μας. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να βρούμε και να θέσουμε τα σωστά επίκαιρα ερωτήματα:
Πόσο έχει προχωρήσει σήμερα η διαδικασία μετατροπής τμημάτων της εργατικής τάξης σε κοινωνικά απόβλητα, σε πλεονασματικό πληθυσμό;
Τι σημαίνει ότι στις κοινωνίες μας ένα σύνολο ανθρώπων γίνεται κοινωνικά και πολιτικά αόρατο, όπως συμβαίνει σήμερα με τους χωρίς χαρτιά μετανάστες, και αρχίζει να συμβαίνει ευρύτερα με όσους καταχωρούνται ως losers στο νέο κοινωνικό τοπίο;
Τι παράγει αυτός ο αποκλεισμός, πόσο βαθιά σημαδεύει όσους/ες τον υφίστανται, και ποιες είναι οι μακροπρόσθεσμες συνέπειές του;
Γιατί αναπτύσσεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και πώς συνδέεται η άνοδος της ακροδεξιάς με την εμφάνιση του τζιχαντισμού στην Ευρώπη; Ποια απάντηση προσφέρει ο ισλαμιστικός φανατισμός στα προβλήματα όσων βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας, ποια κοινά στοιχεία και ποιες διαφορές έχει με την ανάδυση του ιστορικού φασισμού στη Δύση;
Πόσο υπερασπίσιμη είναι σήμερα η ιδέα, με την οποία όλοι/ες μεγαλώσαμε, ότι οι δυτικές καπιταλιστικές χώρες είναι πρότυπα πολιτισμού; Πόσο βαθιά είναι η κρίση τους και σε τι οδηγεί;
Πώς μπορούμε να περάσουμε από τις αφηρημένες ευχές και τις εφησυχαστικές θεωρίες περί πολυπολιτισμικότητας σε ουσιαστικά προτάγματα χειραφέτησης γειωμένα σε πραγματικές κοινωνικές εμπειρίες, σε πειράματα ικανά να αποδείξουν ότι μια άλλη ζωή, ένας άλλος τρόπος να σχετίζονται μεταξύ τους και να συμβιώνουν τα ανθρώπινα όντα, είναι πραγματικά δυνατή;
Πώς μπορούμε να ανοίξουμε ξανά -χωρίς να παραμυθιαζόμαστε και χωρίς να αρκούμαστε σε όσα ήδη ξέρουμε και έχουμε μάθει να λέμε- έναν ορίζοντα πέρα από το σιδερένιο κλουβί του κεφαλαίου ως κυρίαρχης κοινωνικής σχέσης, που καθορίζει και υποτάσσει όλες τις άλλες, πώς μπορούμε να επινοήσουμε ξανά ένα κόκκινο βάθος σε αυτόν τον σκοτεινό ουρανό;
Lenorman και Paul
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου